Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΣΑΛΠΙΣΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΣΑΣ ΚΑΛΩΣΟΡΙΖΟΥΝ ΣΤΗΝ ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ - ΓΙΝΕΤΕ ΚΙ ΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΤΙΚΗ ΑΛΥΣΙΔΑ...

ΤΑ ΣΑΛΠΙΣΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΣΑΣ ΚΑΛΩΣΟΡΙΖΟΥΝ ΣΤΗΝ ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ - ΓΙΝΕΤΕ ΚΙ ΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΤΙΚΗ ΑΛΥΣΙΔΑ...
Βοηθήστε κι εσείς τους ασθενείς γύρω σας στέλνοντας στο e-mail: - s.orthodoxias1@gmail.com - ή συμπληρώνοντας στην φόρμα επικοινωνίας, τα ονόματα ασθενών και σημειώστε και την ασθένειά τους, προκειμένου να τους μνημονεύουμε στις Ιερές Ακολουθίες και Παρακλήσεις της Παναγίας μας... γίνε κι εσύ ένας κρίκος της ΠΡΟΣΕΥΧΗΤΙΚΗΣ ΑΛΥΣΙΔΑΣ!!!

Προτεινόμενη ανάρτηση

"Φεύγω από εδώ " - Προφητεία της Παναγίας Βασίλισσας

Στην Αποκάλυψη διαβάζουμε:  « Και εβλήθη ο δράκων, ό όφις ό μέγας ό αρχαίος, ό καλούμενος Διάβολος και ό Σατανάς, ό πλανών την οικουμένη όλην, εβλήθη εις την γήν, και οι άγγελοι αυτού μετ' αυτού εβλήθησαν» ('Αποκ. ΙΒ' 9). Στην πάλη του με τον αρχάγγελο Μιχαήλ, ό Σατανάς νικήθηκε και έτσι, αυτός ό «δράκων, ό όφις ό μέγας, ό καλούμενος Διάβολος», ρίχτηκε στη γη ηττημένος, μαζί με όλες τίς σκοτεινές του δυνάμεις. Δε θα πάψει, ωστόσο, ποτέ, να επιχειρεί τον πόλεμο κατά του Θεού, στο πρόσωπο των ανθρώπων. Και μόλις ό Θεός έπλασε τους πρώτους ανθρώπους, έγινε κιόλας, ή πρώτη έφοδος. «Χτύπησε» ό Σατανάς με τη μορφή του φιδιού. Και πώς τα κατάφερε; Γνωστό το τέχνασμα του με την υπόσχεση της ισοθείας. «Και έσεσθε ως θεοί»! Αυτό ήταν το ευαγγέλιο του «όφεως». Αυτή ήταν ή γοητευτική υπόσχεση του Σατανά. Και ή αυτονομία αυτή του ανθρώπου, υπήρξε και ή καταστροφή του. Από τότε, ό «όφις ό αρχαίος», θ' αντιστρατεύεται για πάντα το έργο του Θεού. Ότι κακό πια θα γίνεται στον κόσμο, θα

Ο Άγιος Νεκτάριος και ο πονεμένος Σωτήρης!

Ήταν ένα δροσερό φθινοπωρινό απόγευμα. Το ηλιοβασίλεμα αρκετά γλυκό σαν αυτά του καλοκαιριού που δύσκολα ξεχνιούνται όλον τον χρόνο. Μόνο που τώρα πια, τα ξερά φύλλα της γέρικης λεύκας βρίσκονταν σκόρπια στο μικρό ανηφορικό μονοπάτι, που οδηγεί στο εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής. Οι πρώτες διστακτικές σταγόνες της βροχής μετά από την κάψα του θέρους έμοιαζαν να μην λυπούνται που πέφτουν τόσο νωρίς, θυμίζοντας ότι μπήκε μια νέα εποχή του χρόνου. Το χώμα άρχισε να υγραίνει, ενώ τα πουλιά, που απ' ώρα είχαν προαισθανθεί το πρωτοβρόχι, πετούσαν για τελευταία φορά προς την δύση του ηλίου αποχαιρετώντας το καλοκαίρι. Και αυτό με τη σειρά του, τους έγνεφε και τους τραγουδούσε γλυκά ότι θα ξανάρθει. Τα πεύκα μοσχοβολούσαν σαν θυμιατήρια, καθώς η βροχή, που όλο και δυνάμωνε, τα δροσόλουζε. Κάπου παράμερα κι ο γερό-πλάτανος, ο κατεργάρης έμοιαζε να ετοιμάζει τα κλωνάρια του -τα «σπαθιά» του- για να παλαίψει με τον άνεμο. Τον δρόμο για το ξωκκλήσι είχε πάρει ένα παλικάρι. Περπατούσε σαν γέρος παρά τα νιάτα του και η καρδιά του ήταν τόσο μαύρη απ' την λύπη που δεν του 'δίνε κουράγιο ούτε να κλάψει, θύμιζε καράβι δίχως πανιά που βολοδέρνεται αδιάκοπα από τα αφρισμένα κύματα της απόγνωσης, έτοιμο να βουλιάξει. Όμως παρά την θλίψη, ο Σωτήρης είχε κάτι που του 'δίνε δυνάμεις ν' ανηφορίσει: την ελπίδα. Το γραφικό εκκλησάκι εκεί πάνω στην βουνοπλαγιά ήταν πραγματικό καταφύγιο. Η πληγωμένη καρδιά του νέου σταμάτησε για λίγο την μελαγχολική του σιωπή και αφέθηκε στο δροσερό αεράκι που όλο και ξεθάρρευε.

Το ξωκκλήσι ξεπρόβαλε ανάμεσα στα ψηλά κυπαρίσσια που λίκνιζαν τις κορυφές τους στα σφυρίγματα του άνεμου, ενώ τα σπουργιτάκια πέταγαν τριγύρω μπας και βρουν κανένα σκουλικάκι για τα μικρά τους.

Ο Σωτήρης άνοιξε την σιδερένια πόρτα και έκανε τον Σταυρό του. Τα καντηλάκια με το λιγοστό τους φως χρωμάτιζαν κατανυκτικά τις εικόνες των Αγίων, την ώρα που ο ήλιος έδυε αργά και προσκαλούσε το βραδάκι για να σκεπάσει αυτό, τώρα, με το πέπλο του την φύση.
Το παλικάρι προσκύνησε τις εικόνες μια-μια, ξεχάστηκε για λίγο μπρος στο αναμμένο κερί και μετά έστρεψε το βλέμμα του προς την εικόνα της Παναγίας. Στα μάτια της είδε το Απέραντο Βλέμμα της Ελπίδος των Απηλπισμένων και του 'δώσε παρηγοριά. Τόσο θερμή ήταν η παρηγοριά αυτή, που και η ψυχή του ακόμα πετάχθηκε απ' τον λήθαργό της λύπης και ξέσπασε σ' ένα ασταμάτητο κλάμα. Τα δάκρυα στα μάτια του Σωτήρη σχημάτιζαν ένα ποταμάκι που λες κι έτρεχε για να δροσίσει τα ωχρά του μάγουλα. Ύστερα, ο νέος άνοιξε ένα διπλωμένο χαρτί που είχε στην τσέπη του και άρχισε να διαβάζει αυτά που του 'χε δώσει λίγο πριν κοιμηθεί ο Γέροντας:

«Δέσποινά μου Θεοτόκε, η έλπίς μου, η ισχύς μου, η θερμή μου προστασία, σκέπη και καταφυγή μου

Εκ ψυχής συντετριμμένης. Δέσποινα αναβοών Σοι, προφθασαν, αντιλαβού μου, σώσον με, έκδυσωπώ Σε».

Τα μάτια του -πνιγμένα στα δάκρυα-ικέτευαν μέσα απ' το σκοτάδι της απελπισμένης ψυχής την Αγνή Παρθένον, ενώ τα χείλη ψέλλιζαν κι αυτά ο,τι η καρδιά τους υπαγόρευε. Το ποτάμι του Ελέους άρχισε να περιδιαβαίνει τα σπλάγχνα του παλληκαριού και ν' ανακουφίζει την διψασμένη ψυχή.
Μετά από λίγο, ο Σωτήρης σηκώθηκε, έσβησε το κεράκι και τράβηξε για τον δρόμο του γυρισμού. Δεν είχε ακόμη νυχτώσει, όταν εκεί μπροστά στα σκαλάκια -δίπλα στο μικρό καμπαναριό- πρόσεξε μια ανθρώπινη φιγούρα. Την προσπέρασε όμως, δίχως να δώσει σημασία, αφού νόμισε ότι τον πρόδιδαν τα δακρυσμένα μάτια του. Προχώρησε για λίγο μα... σταμάτησε στο άκουσμα μιας φωνής.

- Σωτήρη. Σωτηράκη! Εγώ είμαι παιδί μου!

Ο νέος γύρισε σαστισμένος και αντίκρυσε καθισμένος στα σκαλάκια τον Σεβασμιώτατο! Και ήταν έτσι όπως τον είχε γνωρίσει στο μοναστήρι του, όταν πήγαινε στην Αίγινα. Με το ρασάκι του, το καλλιμαύχι, με τον Σταυρό στο στήθος και με το κομποσχοίνι στα χέρια του. Τα πόδια του σταυρωμένα, η γενειάδα του πιο λευκή απ' το χιόνι, ενώ τα μάτια του γεμάτα παρηγοριά, θάρρος κι ελπίδα.

- Μην φοβάσαι! Ο Πολυεύσπλαγχνος Κύριος και η Υπεραγία Θεοτόκος δεν σε ξεχνούν. Όπως πάντα, έτσι και τώρα είναι μαζί σου. Μην απελπίζεσαι! Μόνον πίστευε! Η πίστις είναι το παν παιδί μου, η πίστις!... "Άντε, νάχεις την ευχή μου...

Χαμογέλασε παρηγορητικά στο παλλικάρι και το ευλόγησε από μακριά. Ο Σωτήρης έκανε να τον πλησιάσει μα δεν τον πρόλαβε. Ο Γέροντας είχε φύγει... Τότε έριξε μια ματιά στον ουρανό και ευχαρίστησε τον Επουράνιο Πατέρα, ενώ απ' τα χείλη του ξεγλίστρησε μια φράση: ''Σ' ευχαριστώ Θεέ μου! Σ' ευχαριστώ Άγιε''!

Από δίπλα του πέταξε ένα σπουργιτάκι και του ψιθύρισε κάτι στ' αυτί. Ναι: «Κύριος ποιμαίνει με και ουδέν με υστερήσει». Αυτό του είπε και πέταξε ψηλά σ' ένα δέντρο, για να αναπαυθεί καθώς η βραδιά το καλούσε στην αγκαλιά της...




Δείτε Επίσης...

by click4money