Από τα παμπάλαια χρόνια, το βράδυ του Σαββάτου τής τρίτης εβδομάδος τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ο σταυρός μεταφέρεται στο κέντρο του ναού, και ολόκληρη η ακόλουθη εβδομάδα είναι γνωστή ως εβδομάδα του Σταυρού. Ξέρουμε πώς η Μεγάλη Τεσσαρακοστή αποτελεί μια προετοιμασία για τη Μεγάλη Εβδομάδα, τότε που η Εκκλησία θα ανακαλέσει στη μνήμη της τόν πόνο, τη σταύρωση και το θάνατο του Ιησού Χριστού πάνω στο σταυρό. Η προβολή του σταυρού στη μέση τής Σαρακοστής, μάς υπενθυμίζει το σκοπό τής βαθύτερης και εντατικότερης εκκλησιαστικής ζωής κατά τη διάρκεια τής Σαρακοστής. Έτσι είναι ο κατάλληλος τόπος εδώ, για να σκεφτούμε το ρόλο του σταυρού, αυτού του σημαντικότατου και χαρακτηριστικότατου όλων τών Χριστιανικών συμβόλων.
Το σύμβολο αυτό έχει δύο στενά αλληλένδετες σημασίες. Αφενός είναι ο σταυρός του Χριστού, αυτό το αποφασιστικό όργανο με το οποίο ολοκληρώθηκε η επίγεια ζωή και διακονία του Χριστού. Είναι η ιστορία ενός φοβερού και τρομακτικού μίσους ενάντια σ’ Αυτόν που ολόκληρη η διδασκαλία Του επικεντρώθηκε στήν εντολή τής αγάπης, και που ολόκληρο το κύρυγμά Του ήταν μία κλήση σε αυτοθυσία στο όνομα τής αγάπης. Ο Πιλάτος, ο Ρωμαίος κυβερνήτης στόν οποίο μεταφέρθηκε ο Χριστός, αφού Τόν συνέλαβαν, Τόν εκτύπησαν και Τόν έφτυσαν, λέει,
«εν αυτώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω» (Ιωάν. 19, 4). Αυτό
όμως προκάλεσε ένα ισχυρότερο ξέσπασμα: «Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν!» φωνάζει
το πλήθος.
Έτσι ο σταυρός του Χριστού θέτει ένα αιώνιο
πρόβλημα, που σκοπεύει στο βάθος της συνειδήσεως: γιατί η καλωσύνη ξεσήκωσε όχι
μόνο αντίθεση, αλλά και μίσος; Γιατί η καλωσύνη σταυρώνεται πάντοτε σ’ αυτόν
τον κόσμο;
Συνήθως αποφεύγουμε να δώσουμε απάντηση σ’
αυτό το ερώτημα, επιρρίπτοντας την ευθύνη σε κάποιον άλλο: αν ήμασταν εκεί, αν
ήμουν εκεί εκείνη την τρομερή νύχτα, δε θα είχα συμπεριφερθεί όπως οι άλλοι.
Αλλοίμονο όμως, κάπου βαθιά στη συνείδησή μας γνωρίζουμε πως αυτό δεν είναι
αλήθεια. Ξέρουμε πως οι άνθρωποι που βασάνισαν, σταύρωσαν και μίσησαν τον
Χριστό δεν ήταν κάποιου είδους τέρατα, κατεχόμενα από κάποιο ιδιαίτερο και μοναδικό
κακό. Όχι, ήταν «όπως όλοι μας». Ο Πιλάτος προσπάθησε ακόμη και να υπερασπιστεί
τον Ιησού, να μεταπείσει το πλήθος, προσφέρθηκε ακόμη και να απελευθερώσει το
Χριστό ως κίνηση καλής θελήσεως, χάριν της εορτής, όταν κι αυτό απέτυχε,
στάθηκε μπροστά στο πλήθος και ένιψε τα χέρια του, δείχνοντας τη διαφωνία του
σ’ αυτό το φόνο.
Με λίγες πινελιές το ευαγγέλιο σχεδιάζει την
εικόνα αυτού του παθητικού Πιλάτου, του τρόμου του, της γραφειοκρατικής του
συνειδήσεως, της δειλής του αρνήσεως να ακολουθήσει τη συνείδησή του.
Δε συμβαίνει όμως ακριβώς το ίδιο στη δική μας
ζωή και στη ζωή γύρω μας; Δεν είναι αυτή η πιο κοινότυπη, η πιο τυπική ιστορία;
Δεν είναι παρών συνεχώς μέσα μας κάποιος Πιλάτος;
Δεν είναι αλήθεια πως όταν έρθει η στιγμή να
πούμε ένα αποφασιστικό, αμετάκλητο όχι στο ψεύδος, στην αδικία, στο κακό και
στο μίσος, ενδίδουμε στον πειρασμό να «νίψουμε τας χείρας μας»; ...