Λέει ὁ Κύριος νὰ παρακαλᾶμε, “Τὸν ἄρτον ἠμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἠμὶν σήμερον” “Κύριε, μόνο γιὰ σήμερα; Καὶ αὔριο; Τί θὰ γίνει αὔριο.” Ἄστο τὸ αὔριο. Σήμερα δὲ ζοῦμε; Κᾶνε ὑπομονὴ καὶ θὰ δεῖς ὅτι κι αὔριο θὰ νιώσεις τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, θὰ δεῖς πάλι τὴν προστασία του. Χωρὶς νὰ σκέφτεσαι ἐσὺ τί θὰ γίνει μεθαύριο, τί θὰ γίνει τοῦ χρόνου, τί θὰ γίνει ὅταν πᾶς ἑξήντα καὶ ἑβδομήντα χρονῶν. Ἄσε τὰ πράγματα νὰ κυλήσουν μόνα τους. Θέλει ὑπομονὴ ἡ ζωή. Ἡ λογική σου λέει “Κᾶνε τώρα τὰ πάντα. Βιάσου, κινήσου, τρέξε, πήγαινε σὲ ἀσφαλιστικὲς ἑταιρεῖες, κᾶνε ἐπενδύσεις τώρα, χάνεις τὸν ἔλεγχο τῆς ζωής”. Κι ὁ Κύριος λέει, “Ὄχι. Μὴν πανικοβάλλεσαι. Περίμενε. Μάθε νὰ περιμένεις”.
Τὸ ‘χεῖς μάθει ἐσὺ αὐτὸ τὸ μάθημα τῆς ὑπομονῆς στὴ ζωή σου; Σκέψου. Πότε πῆγες εἴκοσι χρονῶν, ἀπὸ δεκαοχτώ, πότε ἔφτασες σαράντα, πότε ἔφτασες ἑξήντα χρονῶν, κι ἐσὺ εἶσαι τώρα ὀγδόντα πέντε κι ἐνενήντα. Πῶς πέρασαν τὰ χρόνια. Κι ἔλεγες τότε ποῦ ἤσουν νέος “Ἄντε νὰ μεγαλώσω. Πότε θὰ μεγαλώσω, πῶς θὰ κυλήσει ἡ ζωή”. Καὶ εἶδες πῶς κυλάει ἡ ζωή; Γρήγορα κυλάει. Τί θέλει ὅμως; Νὰ περιμένουμε. Θέλει νὰ δεχόμαστε τὴν κάθε μέρα μὲ ἠρεμία ὅπως τὴ δίνει ὁ Κύριος. Καὶ τὸ κάθε πράγμα θὰ ‘ρθεῖ στὸν καιρό του. Ἀρκεῖ ἐσὺ νὰ κάνεις αὐτὴ τὴν ὑπομονή. Καὶ νὰ περιμένεις τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ νὰ ‘ρθεῖ. Νὰ περιμένεις νὰ σοὺ φέρει ὁ Θεὸς τὰ πράγματα ὅπως τὰ θέλει αὐτός.
Εἶναι μερικοὶ ποῦ κουράζονται στὴ ζωή τους. Μὲ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς κι ἐπειδὴ δὲν μποροῦν νὰ περιμένουν ἄλλο, φτάνουν καὶ λένε “Καλύτερα νὰ πεθάνω”. Μοῦ τὸ λένε μερικοὶ καὶ στὴν ἐξομολόγηση, “Πάτερ, τὸ ἔχω πεῖ μερικὲς φορὲς “Ἃς πεθάνω, Θεέ μου, βαρέθηκα τὴ ζωή μου, θέλω νὰ ἀπαλλαγῶ, θέλω νὰ ἠρεμήσω”". Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ θάνατος ποῦ περιμένεις δὲν εἶναι καλὸς θάνατος. Καὶ οἱ ἅγιοι ἤθελαν νὰ πεθάνουν ἀλλὰ δὲν ἔβλεπαν τὸ τέλος ὡς τέλος ἀπαλλαγῆς, ἀλλὰ τέλος ἀπόλαυσης. Ἤθελαν νὰ πεθάνουν ὄχι ἀπὸ μίσος γιὰ τὴ ζωή, ἀλλὰ ἀπὸ πόθο γιὰ τὴν ὄντως ζωή, γιὰ νὰ ‘ναὶ κοντὰ στὸ Χριστό. Ὄχι ὡς ἀπαλλαγῆ ἀπὸ ἕνα μαρτύριο, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζήσουν ἕνα μυστήριο. Τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ, πληρέστερα. Ὄχι γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ κάτι, μὰ γιὰ νὰ ἀλλαχτοῦν ἀπὸ κάτι καὶ ἀπὸ Κάποιον. Ἀπὸ τὸ Θεό. Γιὰ ν’ ἀλλοιωθοῦν ἀπ’ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἤθελαν καὶ οἱ ἅγιοι νὰ φύγουν ἀπ’ τὸν κόσμο αὐτό, καὶ ἦταν ἀνυπόμονοι. Μὰ ἐπειδὴ ἀγαποῦσαν πολύ το Θεό. Κι ἔλεγαν “Ἄχ, Κύριε, πάρε μὲ κοντὰ σού”. Τὸ ‘λέγε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, “Ἐπιθυμῶ ἀναλύσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἴναι”. “Θέλω νὰ πεθάνω. Δὲν κρατιέμαι ἄλλο στὴ ζωή. Θέλω νὰ φύγω. Θέλω νὰ φύγω ἀπ’ αὐτὸ τὸν κόσμο. Δὲν ἔχω ὑπομονή”. Ἀλλὰ δὲν τὸ ἔλεγαν ὅπως τὸ λέμε ἐμεῖς. Ἐμεῖς τὸ λέμε κουρασμένοι καὶ βαριεστημένοι, ἐπειδὴ δὲ χαιρόμαστε τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ βαριόμαστε τὴ ζωή μας. Ὄχι, ἀδερφέ μου. Στὴ ζωὴ αὐτὴ θὰ κουραστοῦμε. Θὰ περάσουμε πολλά. Πιὸ πολλές, ὄντως, θὰ εἶναι οἱ λύπες στὴ ζωή. Πιὸ πολλὰ θὰ ‘ναὶ τὰ δάκρυα κι οἱ στεναγμοί. Πολλά τα ἔξοδα, οἱ ἀρρώστιες, οἱ ἀγωνίες, παρὰ τὰ χαμόγελα καὶ ἡ εὐτυχία. Τὸ ξέρω. Τὸ λὲς κι ἐσύ, καὶ τὸ ζοῦμε ὅλοι. Ἀξίζει ὅμως νὰ κάνεις τὸν ἀγώνα αὐτό. Ὅλα αὐτὰ ποῦ τώρα περνᾶς μὲ ὑπομονή, σοὺ ἑτοιμάζουν τὸν Παράδεισο. “Ουκ ἄξια τα παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι ἠμίν”. Θὰ δεῖς. Αὐτὰ ποῦ τώρα περνᾶμε, μὲ τὴν ὑπομονὴ ποῦ κάνουμε, εἶναι ἕνα τίποτα μπροστὰ σ’ αὐτὸ ποῦ μᾶς περιμένει. Μᾶς περιμένει ἕνας πανέμορφος κόσμος εὐτυχίας καὶ ἀγαλλίασης κοντὰ στὸ Θεό. Ὅσοι ἅγιοι εἶδαν τὸν Παράδεισο εἶπαν “Πῶ, πῶ, Θεέ μου, ἂν τὸ ‘ξερὰ τί εὐτυχία μὲ περιμένει ἐδῶ πέρα, δὲ θὰ διαμαρτυρόμουν ποτὲ στὴ ζωή. Καὶ θὰ ‘κάνα συνέχεια ὑπομονὴ καὶ θὰ περίμενα, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ζήσω αὐτὸ τὸ ὑπέροχο ποῦ τώρα ζώ”. Γι’ αὐτό, κᾶνε ὑπομονή. Γιὰ ν’ ἀπολαύσεις τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴ γεμάτη εὐτυχία.
Μιὰ ἄλλη φορᾶ θὰ ποῦμε γιατί ἀξίζει νὰ κάνουμε ὑπομονή, γιατί πρέπει νὰ κάνουμε ὑπομονὴ καὶ κάποιες ἀφορμὲς καὶ κάποιες σκέψεις ποῦ θὰ κάνουν αὐτὴ τὴν ὑπομονὴ πιὸ δυνατὴ μὲς στὴν καρδιά μας. Γιατί πολλὲς φορὲς ἔρχεσαι καὶ λὲς κλαίγοντας, “Δὲν ἀντέχω ἄλλο. Δὲν μπορῶ ἄλλο. Δὲν μπορῶ τὸν ἄντρα μου ποῦ μεθᾶ. Δὲν τὴ μπορῶ τὴ γυναίκα μου ποῦ δὲ μ’ ἀφήνει σὲ ἡσυχία καὶ συνέχεια φωνάζει. Δὲν τὸ μπορῶ τὸ παιδί μου ποῦ δὲ μ’ ἀκούει. Δὲν μπορῶ τὸν καθηγητή μου ποῦ μ’ ἔχει βάλει στὸ μάτι. Δὲν μπορῶ τὸ ἕνα, δὲν μπορῶ τὸ ἄλλο. Δὲν ἀντέχω, δὲν ἔχω ὑπομονὴ στὴ ζωή μου. Κουράστηκε τὸ νευρικό μου σύστημα. Ἔχω ἀρρωστήσει”. Κι ὅμως. Μποροῦμε λίγο ἀκόμα νὰ κάνουμε ὑπομονή. Καὶ ὅταν δεῖ ὁ Κύριος ὅτι εἴμαστε στὰ ὅριά μας κι ὅτι φτάνουμε στὸ παρὰ πέντε, κάτι θὰ γίνει καὶ θὰ βρεθεῖ μιὰ λύση.
Σήμερα πάντως εἴχατε πολλὴ ὑπομονή. Σᾶς κούρασα λίγο μὲ ὂλ’ αὐτά, ἀλλὰ εἶναι τέτοιο τὸ θέμα τῆς ὑπομονῆς ποῦ θέλει ὄντως ὑπομονὴ καὶ γιὰ νὰ τὴ ζεῖς, ἀλλὰ καὶ νὰ μιλᾶς γι’ αὐτή, καὶ ν’ ἀκοῦς γι’ αὐτή.