«’Εν όλη ψυχή σου ευλαβού τον Κύριον και τους
ιερείς αυτού θαύμαζε». (Σοφ. Σειρ. 7, 29)
Εντάξει! Το ξέρω και το δέχομαι ότι
πρέπει να εξομολογηθώ στόν Ιερέα. ’Αλλα σε ποιόν Ιερέα;
’Εγω δεν έχω εμπιστοσύνη σε κανέναν. Γνωρίζω
τον τάδε Ιερέα, που δεν τον θεωρώ άξιο να του πω τα μυστικά της καρδιάς
μου. Ἂν τα φανερώσει, τι γίνομαι τότε
εγώ;…
Συνηθισμένη και αληθοφανής και η αντίρρηση
αυτή. Βγαίνει από πολλά στόματα και μάλιστα πρόχειρα και αβασάνιστα.
Στην πρώτη παρότρυνση κάποιου ευσεβούς για την
ανάγκη της ’Εξομολογησεως, αμέσως προβάλλεται η δικαιολογία αυτή, που αφήνει
κατ’ αρχήν να φανεί η διάθεση που δήθεν έχουμε για ’Εξομολογηση, αλλά που δεν
μας το επιτρέπει τάχα η ασυνειδησία κι η αναξιότητα τών Ιερέων.
Δεν αρνούμαι ότι υπάρχουν και Ιερείς όχι
άξιοι εμπιστοσύνης.
Είναι εκείνοι που, με ελαφρά καρδία, χωρίς
σοβαρή σκέψη, χωρίς θεϊκό ζήλο, περιβλήθηκαν το τιμημένο ράσο. Και «ηγούμενοι
εμπορίαν την ευσέβειαν», βλάπτουν με την ελαφρότητα και απερισκεψία τους και
την ’Εκκλησια και τα Μυστήριά της. ’Αλλα, αγαπητέ αναγνώστη, γιατί τους προσέχεις
και τους προβάλλεις; Αυτοί αποτελούν μία θλιβερή εξαίρεση. Αυτό που συμβαίνει
σε κάθε κλάδο, σε κάθε τομέα ζωής, συμβαίνει δυστυχώς και στην ’Εκκλησια.
Παντού δεν υπάρχουν οι ανάξιοι; Πόσοι γιατροί δεν είναι αποτυχημένοι, δίπλα
όμως σε τόσους επιτυχημένους συναδέλφους τους; Πόσοι δικηγόροι είναι
ακατάρτιστοι στη δουλειά τους, κοντά σε τόσους διαπρεπείς νομομαθείς; Πόσοι
δάσκαλοι είναι ανίκανοι, πλάι σε τόσους και τόσους ικανούς εκπαιδευτικούς;
Ποιός όμως απορρίπτει και καταδικάζει όλους τους γιατρούς, όλους τους
δικηγόρους, όλους τους δασκάλους, τους μηχανικούς, τους τεχνίτες…, επειδή
μερικοί απ’ αυτούς δεν εκπροσωπούν επάξια το επάγγελμά τους;
Μακάρι, βέβαια, να μη υπήρχαν και
ανάξιοι Ιερείς. ’Αλλα, χωρίς να θέλω να δικαιολογήσω την κατάσταση, αυτό
μόνο σημειώνω• Κι αν υπάρχουν ανάξιοι, γνώριζε ότι αυτοί είναι ελάχιστοι. Οι
άλλοι, οι περισσότεροι, που αποτελούν την πλειονότητα, έχουν συναίσθηση της
αποστολής τους και εκτελούν πιστά και τίμια τα καθήκοντά τους. Συνήθως
προσέχουμε πιο πολύ τους ανάξιους. Το κακό γίνεται ευκολότερα αντιληπτό. ’Ενω
τους καλούς συχνά τους αγνοούμε, διότι η αρετή και η αγιότητα δεν
αυτοδιαφημίζεται και δεν διαλαλείται.
Τι κάνεις, λοιπόν, όταν αρρωστήσεις; Φωνάζεις
η πηγαίνεις στον τυχόντα γιατρό; ’Ασφαλως όχι. Προσπαθείς να μάθεις ποιός είναι
ο καλύτερος, ποιός έχει φήμη, ποιός έχει ειδικότητα για την πάθησή σου. Κι αν η
αρρώστια σου είναι σοβαρή, δεν διστάζεις να υποβληθείς και στον κόπο μακρινού,
κοπιαστικού και πολυδάπανου ταξιδιού, για να μεταβείς και στο εξωτερικό, ώστε να
συναντήσεις τον καλύτερο γιατρό. Γιατί όλα αυτά; Διότι βιάζεσαι οπωσδήποτε να
ξαναβρείς τη χαμένη υγεία σου.
Τι κάνεις όταν έχεις μια νομική υπόθεση να
επιλύσεις; Δεν καταφεύγεις στον πλέον διαπρεπή δικηγόρο; Δεν αφήνεις κατά μέρος
τόσους άλλους μικρότερης φήμης; Κι όταν θέλεις να μάθεις στα παιδιά σου
γράμματα, το ίδιο δεν κάνεις; Τα στέλνεις, αν τα οικονομικά στο επιτρέπουν, στο
πρώτο τυχαίο σχολείο; Ὄχι. Ζητάς και
πληροφορείσαι ποιό σχολείο είναι το καλύτερο κι εκεί τα στέλνεις, έστω κι αν
χρειαστεί να υποβληθείς σε θυσίες.
’Αλλα για την υγεία της ψυχής σου δεν αξίζει
λίγος κόπος; Για την κατά Θεόν μόρφωση της καρδιάς σου δεν αξίζει λίγη
έρευνα; Ἂν ενδιαφερθείς σοβαρά, θα βρεις
τον άξιο και της απολύτου εμπιστοσύνης σου Πνευματικό και σε κείνον θα
επιδείξεις τις πληγές και τα τραύματα της ψυχής σου. Για την υγεία του σώματός
σου και κόπο και θυσίες και χρήματα δίνεις. Για την ψυχική σου υγεία ούτε
ψίχουλα; ’Εξαλλου γι’ αυτό δεν θα χρειαστούν χρήματα ούτε μεγάλες θυσίες. Μόνο
σκέψη και λίγη αναζήτηση. Μα και κάποιο ταξίδι αν χρειασθεί να κάνεις, για να
βρεις τον έμπειρο και ψυχολόγο Πνευματικό, είναι πολύ, μπροστά στη σωτηρία της
αθάνατης ψυχής σου; (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)