Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Προτεινόμενη ανάρτηση

"Φεύγω από εδώ " - Προφητεία της Παναγίας Βασίλισσας

Στην Αποκάλυψη διαβάζουμε:  « Και εβλήθη ο δράκων, ό όφις ό μέγας ό αρχαίος, ό καλούμενος Διάβολος και ό Σατανάς, ό πλανών την οικουμένη όλην, εβλήθη εις την γήν, και οι άγγελοι αυτού μετ' αυτού εβλήθησαν» ('Αποκ. ΙΒ' 9). Στην πάλη του με τον αρχάγγελο Μιχαήλ, ό Σατανάς νικήθηκε και έτσι, αυτός ό «δράκων, ό όφις ό μέγας, ό καλούμενος Διάβολος», ρίχτηκε στη γη ηττημένος, μαζί με όλες τίς σκοτεινές του δυνάμεις. Δε θα πάψει, ωστόσο, ποτέ, να επιχειρεί τον πόλεμο κατά του Θεού, στο πρόσωπο των ανθρώπων. Και μόλις ό Θεός έπλασε τους πρώτους ανθρώπους, έγινε κιόλας, ή πρώτη έφοδος. «Χτύπησε» ό Σατανάς με τη μορφή του φιδιού. Και πώς τα κατάφερε; Γνωστό το τέχνασμα του με την υπόσχεση της ισοθείας. «Και έσεσθε ως θεοί»! Αυτό ήταν το ευαγγέλιο του «όφεως». Αυτή ήταν ή γοητευτική υπόσχεση του Σατανά. Και ή αυτονομία αυτή του ανθρώπου, υπήρξε και ή καταστροφή του. Από τότε, ό «όφις ό αρχαίος», θ' αντιστρατεύεται για πάντα το έργο του Θεού. Ότι κακό πια θα γίνεται στον κόσμο, θα

Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ (ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ Γ΄ ΜΕΡΟΣ)


Διηγείται ο Γέροντας. Κάποτε διάβαζα το βίο του Άγιου Σεραφείμ του Σαρώφ και στο σημείο που έλεγε ο Άγιος ότι είδε τα σκηνώματα του Παραδείσου, «εν τη οικία του Πατρός μου πολλαί μοναί εισί», τότε λέω πώς να είναι άραγε Θεέ μου, αυτές οι Μονές;

Ξαφνικά μου έπεσε το βιβλίο από τα χέρια και βρέθηκα σ` ένα ωραίο μέρος.
Μπροστά μου ήταν ένας δρόμος κατάφυτος με βιολέτες, όλες το ίδιο ύψος και πυκνοφυτεμένες, ευωδιαστές και δίπλα μου στεκόταν ένας Γέροντας, ο Άγιος Δαβίδ ήταν.
Ήθελα να προχωρήσω και δίσταζα να μην σπάσω τα λουλούδια. 
Έλεγε μάλιστα ποιος τα φύτεψε τόσο πυκνά.
Αν ήταν λίγο αραιότερα θα έβαζα το πόδι μου ανάμεσα και δε θα τα έσπαζα και δίσταζα να προχωρήσω.
Τότε μου λέει ο Γέροντας.
Προχώρα, προχώρα, προχώρα, πάτερ Ιάκωβε, μη φοβάσαι τα λουλούδια αυτά δεν είναι σαν και εκείνα που ξέρεις , δεν σπάζουν.
Καθώς προχωρούσα λοιπόν πατούσα και δεν σπάζανε. Βλέπω δεξιά μου, ένα απότομο κατήφορο, χωματόδρομο πολύ επικίνδυνο και λέω.
Τι δρόμος κατηφορικός είναι αυτός; Αν περάσει κανένα αυτοκίνητο θα κινδυνεύσει.
Μου λέει τότε ο γέροντας.
Εδώ πάτερ Ιάκωβε δεν υπάρχουν αυτοκίνητα, ας` τον αυτόν τον δρόμο μην τον κοιτάζεις καθόλου, εσύ βάδιζε το δρόμο που βαδίσεις.
Βαδίζαμε λοιπόν στο ανθισμένο αυτό δρόμο και λέω. «ας κοιτάξω τι υπάρχει γύρω».
Βλέπω κάτι ωραιότητα σπιτάκια, αραιοκατοικημένα, σαν παλατάκια, με τις περιφράξεις τους με τις εξώπορτες τους, γεμάτα λουλούδια και ομορφιά και φως,  αλλά ήταν εντελώς άδεια, δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος μέσα.
Λέω τότε στον Γέροντα που με συνόδευε.
Γέροντα, τι ησυχία και τι ομορφιά είναι αυτή;
Ας είχα και εγώ ένα τέτοιο σπιτάκι να κάθομαι στην ησυχία, να κάνω την προσευχή μου,  γιατι εγώ είμαι άνθρωπος της ησυχίας.
Τότε σήκωσε ο Γέροντας το χέρι του και μου έδειξε το σπιτάκι του που ήταν για μένα.
Αμέσως όμως βρέθηκα στο κελί μου και είπα.
Γιατι ξαναγύρισα σ` αυτό το κόσμο; Αχ να μην ξαναγύριζα, αλλά να έμενα για πάντα εκει!!!
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

Σχόλια

Δείτε Επίσης...

by click4money