Ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδὶ εἰς τὸν Πειραιά, εἶχαν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ
τοὺς γονεῖς τῶν τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Δὲν ὑπῆρχαν ὅμως ἱερομόναχοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὅρος,
διότι ἢ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μαζὶ μὲ τὸ κράτος κατεδίωκαν πάρα πολὺ τὴν
καλογερικὴ ζωή. Οἱ ἄνθρωποι ἤσαν ἀπελπισμένοι βλέποντες, ὅτι χάνεται ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ
ψυχὴ ἢ καλογερικὴ ζωή.
Καὶ ἐνῶ ἦτο χαμένη τελείως ἢ διδαχὴ αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ ὅλοι
οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν φόβο Θεοῦ πήγαιναν εἰς τὸν προφήτη Ἐλισαῖο, μίαν ὡραία
πρωία ἠκούσθη, ὅτι ἦλθε ἕνας Δεσπότης ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ (ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια) καὶ
τὸ ὄνομά του ἦταν Νεκτάριος. Χαρᾶς Εὐαγγέλια.
Τότε δὲν ὑπῆρχαν οὔτε θέατρα, οὔτε κινηματογράφοι καὶ κάθε
βράδυ ἄλλη συζήτησιν δὲν ἔκαμναν παρὰ μόνον διὰ τὴν καλογερικὴ ζωή. Ὅλες οἱ ἀρχοντοποῦλες,
ποῦ εἶχαν φόβο Θεοῦ, τὸν πλησίασαν καὶ δὲν χωρίζοντο ἀπὸ αὐτὸν ἀκούοντας τὰς
διδαχᾶς τῆς καλογερικῆς ζωῆς. Μετὰ ἀπὸ λίγο χρονικὸ διάστημα πῆγε ὃ Δεσπότης αὐτὸς
εἰς τὴν Αἴγινα μὲ τριάντα γυναῖκες, οἱ ὅποιες ἔγιναν ὅλες καλογριές.
Ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἄναψε ὃ πόθος τῆς καλογερικῆς ζωῆς, ἀλλὰ
οἱ ἄνδρες δὲν εἶχαν μέρος διὰ νὰ μονάσουν. Τὸ 1909 ἤκουσε ὅλη ἢ νεολαία, ὅτι εἰς
τὸ Παγκράτι ὑπῆρχε μία ἐκκλησία, ἢ Ἀνάληψις, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχαν ἔλθει Ἁγιορεῖτες
καὶ ὅλη ἢ νεολαία, ὡσὰν διψασμένα ἐλάφια, πήγανε καὶ τοὺς ἔβλεπαν καὶ τοὺς ρωτοῦσαν
διὰ τὴν καλογερικὴ ζωή.
Ἐμένα μὲ περιέπαιζαν ὅλοι, διότι ἤθελα νὰ γίνω καλόγερος, καὶ
δὲν εἶχα παρηγοριὰ ἀπὸ πουθενά. Ἐκείνην τὴν χρονιὰ πήγαινα εἰς τὸν προφήτη Ἠλία
τοῦ Χαϊδαρίου- ἀνεβαίνοντας γνώρισα κάποιον νέον Νικήταν (τὸν νῦν παπὰ
Παίσιον), συζητήσαμε καὶ εἴδαμε ὅτι αἳ γνῶμαι μᾶς ἤσαν ἴδιαι.
Πηγαίναμε τακτικὰ εἰς τὴν Ἀνάληψη μὲ τὰς πόδια ξυπόλητοι, διότι
εἴμεθα πτωχοί. Πηγαίνοντας εἰς τὴν Ἀνάληψη, μᾶς δίδασκαν καὶ φώναζαν νὰ
προσευχώμεθα. Τὸν τρόπον ὅμως δὲν τὸν ἔλεγαν, διότι ἤσαν πολλοὶ νέοι καὶ ἔπρεπε
νὰ φύγουν εἰς τὸ τέλος τῆς Ἀγρυπνίας, ἐπειδὴ τὸ πρωὶ ἔπρεπε νὰ εἴμεθα εἰς τὴν
δουλειά μας. Καὶ Κυριακὴ νὰ ἦτο ἔργαζομεθα.
Ἔξαφνα ἀκούγαμε ἀπὸ τὸν μακαρίτη τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδην εἰς
τὸν προφήτη Ἐλισαῖο, ὅτι ὃ ἄνθρωπος ὅταν προσεύχεται πρέπει νὰ κλαίει. Τὸν
τρόπον ὅμως δὲν τὸν ἔλεγε, διότι ἦτο καθηγητὴς καὶ ἔφοβειτο μὴ χάση τὴν θέσιν
του. Πλὴν ἐμοῦ, ὅλοι οἱ νέοι κατάλαβαν τὸν τρόπον καὶ ἔκλαιαν.
Ἔμαθε ὃ τότε Μητροπολίτης Ἀθηνῶν διὰ τοὺς ἱερομονάχους τῆς Ἀναλήψεως,
ὅτι διδάσκουν οἱ τοιοῦτοι εἰς τὴν νεολαία τὸ διάβασμα τῆς «Ἁμαρτωλῶν Σωτηρίας»
καὶ τοὺς ἔδιωξαν κακεῖν κακῶς, φοβούμενοι μὴ ἐπανέλθει ἢ καλογερικὴ ζωὴ εἰς τὸ ἔθνος.
Μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς ἦλθεν ἕνας Πνευματικὸς Πανάρετος ἀπὸ τὰς
Κατουνάκια τοῦ Ἅγιου Ὅρους καὶ αὐτὸς μας δίδαξε τὸν τρόπον τῆς καρδιακῆς
προσευχῆς.
Ἐγὼ προσευχόμουν καὶ μοῦ ἔλεγε ἢ συνείδησής μου πρόσεχε,
διότι ἢ προσευχὴ εἶναι ὥσαν τὸν θώρακα ποὺ ἔχει ὃ ἅγιος Γεώργιος καὶ ὃ ἅγιος
Δημήτριος. Καὶ ὅπως αὐτοὺς δὲν τοὺς ἑνικὰ ὃ ἐχθρὸς μὲ κανένα ὅπλον, ἔτσι καὶ ὃ ἐχθρός
της ψυχῆς δὲν δύναται νὰ μᾶς καταβάλει καὶ νὰ μᾶς νικήσει εἰς τίποτε.
Ὃ πατὴρ Πανάρετος μὲ δίδασκε νὰ ἀπέχω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ
νὰ κλαίω ἀπαρηγόρητα. Ἔφτασα δὲ νὰ κρύβομαι εἰς διάφορα μέρη ἐκεῖ ὅπου ἐργαζόμουν
καὶ νὰ κλαίω. Τότε εἶχε ἔλθει ὃ Βενιζέλος καὶ ἐδιδάσκετο ἢ ἀθεΐα ἐλεύθερα. Καὶ ὅταν
μὲ ἔβλεπαν νὰ κλαίω, αὐτοὶ οἱ ἄθεϊσται, ποῦ δουλεύαμε μαζί, γέμιζαν τὰς στουπιὰ
πετρέλαιο καὶ μὲ περιέπαιζαν πετάγοντας αὐτὰ εἰς τὸ πρόσωπόν μου. (ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ)