Ὁ Ὅσιος Στυλιανὸς ἔζησε τὸν 5-6ο αἰώνα μ.Χ, ἦταν παιδὶ εὔπορης οἰκογένειας καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Παφλαγονία. «Οὗτος ἐκ μήτρας ἁγιασθεῖς, γέγονε τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος οἰκητήριον», ἀναφέρει χαρακτηριστικά το Συναξάρι του. Ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων
μυήθηκε στὴν εὐσέβεια ἀπὸ τοὺς εὐλαβεῖς γονεῖς του, οἱ ὁποῖοι τῶν
διαπαιδαγώγησαν ἔτσι ὥστε νὰ ἀσκεῖ τὶς εὐαγγελικὲς ἀρετὲς κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἡλικίας
καὶ τῆς ἰδιοσυγκρασίας του. Μὲ τὴ συνέργια τῶν γονέων του, λοιπόν, τὸ Πανάγιο
Πνεῦμα καλλιέργησε μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ Ἁγίου τὶς ἅγιες ἀρετὲς τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου.
Ἡ μετριοφροσύνη, ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ ἐγκράτεια ἦταν οἱ ἀρετὲς τὶς ὁποῖες
περισσότερο ἐξάσκησε ὁ Ἅγιος καὶ οἱ ὁποῖες κοσμοῦσαν κατὰ ἕνα ἰδιαίτερο τρόπο τὴν
προσωπικότητά του.
Εἶχε μεγάλη ἔφεση πρὸς τὴν ἡσυχία, γι’ αὐτό, ἀφοῦ
διαμοίρασε τὴν περιουσία του σὲ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἀνάγκη, κατέφυγε σὲ σπήλαιο στὴν
ἔρημο, προκειμένου νὰ προσεύχεται καὶ νὰ ἡσυχάζει ἀπερίσπαστος. Ἐκεῖ, στὴν ἔρημο,
τράφηκε ἀπὸ Ἄγγελο Κυρίου καὶ «πάντας ὑπερέβαλε ἀσκήσει ἐπιπόνω καὶ
σκληραγωγία». Συσχετίστηκε μὲ ἅγιους καὶ ἔμπειρους ἡσυχαστές, γι’ αὐτὸ μὲ τὴν
πάροδο τοῦ χρόνου ἀπέκτησε καὶ ὁ ἴδιος σοφία ἁγιοπνευματική. Πολλοὶ ἦταν αὐτοὶ
ποὺ προσέτρεχαν κοντά του, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του καὶ νὰ θεραπευθοῦν ἀπὸ
τὰ πάθη τους. Ἡ θέα τοῦ προσώπου του καὶ τὰ ἐμπνευσμένα λόγια τοῦ διασκέδαζαν τὴ
λύπη ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ τὶς γέμιζαν μὲ χαρὰ πνευματική.
Ὡστόσο, ἂν κάποιος δὲν μποροῦσε νὰ ἠρεμήσει, νὰ
χαρεῖ καὶ νὰ βιώσει τὴ μακαριότητα ποὺ χαρίζει τὸ θεῖο φῶς, ὁ γέροντας Στυλιανὸς
συνήθιζε νὰ ἀποδίδει τὸ γεγονὸς στὴν ἀπουσία τῆς ταπεινοφροσύνης, ἡ ὁποία εἶναι
τὸ θεμέλιο ὅλων των ἀρετῶν. Προκειμένου, λοιπόν, νὰ βοηθήσει τὸν προσκυνητὴ νὰ
προσεγγίσει τὸ μυστήριο τῆς ταπεινοφροσύνης ἀναφερόταν συχνὰ στὰ μικρὰ παιδιά,
λέγοντας ὅτι ἀπὸ τὴ φύση τοὺς εἶναι πιὸ ἐνάρετα, ἀπ’ ὅτι οἱ μεγαλύτεροι
φιλόσοφοί του κόσμου. Οἱ σχετικοὶ λόγοι τοῦ Κυρίου εἶναι σαφεῖς: «Ἔαν μὴ στραφῆτε
καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία οὗ μὴ εἴσελθητε εἷς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Τῶν γὰρ
τοιούτων ἐστίν, ἢ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Πράγματι, παρατηροῦμε καὶ στὴν
καθημερινότητα ὅτι τὰ νήπια καὶ τὰ παιδιὰ ἀνταποκρίνονται πολὺ πιὸ εὔκολα καὶ
θετικὰ στὴν ἀγάπη. Ἡ πραγματικότητα αὐτὴ γίνεται φανερὴ ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπη χαρά,
τὸ ἄσβεστο χαμόγελο καὶ τὰ σκιρτήματά τους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι
χαροποιοῦν καὶ τοὺς ἄλλους γύρω τους. Γι’ αὐτό, λοιπόν, ὅταν ὁ Ὅσιος Στυλιανὸς
συναντοῦσε τὰ παιδιὰ ἡ καρδιὰ τοῦ πλημμύριζε ἀπὸ ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση.
Ἀκριβῶς, λόγω αὐτῆς τῆς εὐαισθησίας του, ἔλαβε
ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ μεγάλο χάρισμα νὰ θεραπεύει τὰ ἀγέννητα παιδιὰ καὶ ἔτσι νὰ λύει
τὴν ἀτεκνία τῶν μητέρων ἐκείνων ποὺ τὰ παιδιὰ τοὺς πέθαιναν ἐνῶ ἀκόμη τὰ
κυοφοροῦσαν. Τὸ χάρισμα τῆς ἴασης τῶν ἐμβρύων, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ γεννηθοῦν
σώα καὶ ἀβλαβῆ, καὶ ἡ θεραπεῖες πολλῶν ἄλλων παιδιῶν, εἶναι ὁ λόγος ποὺ εἰκονογραφικὰ
ὁ Ἅγιος παρουσιάζεται νὰ ἀγκαλιάζει ἕνα νήπιο σπαργανωμένο, δηλαδὴ ποὺ μόλις ἔχει
γεννηθεῖ.
Τὸ χάρισμά του νὰ θεραπεύει τὰ παιδιά, λοιπόν,
καὶ ἡ λάμπουσα προσωπικότητα τοῦ Ἁγίου τὸν καθιέρωσαν στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας,
ἂν καὶ σήμερα δὲν γνωρίζουμε ποὺ ἐνταφιάστηκε καὶ οὔτε ἄλλα στοιχεῖα ἔχουμε γιὰ
τὸ πρόσωπό του, παρὰ μόνο ὅτι τὰ τίμια λείψανά του φυλάσσονταν στὴν Παφλαγονία.