Ὁ μακάριος πατὴρ ἠμῶν Κλήμης ἔζησε στὴ Ρώμη ἐπὶ
Δομητιανοὺ καὶ τῶν διαδόχων του, Νέρβα καὶ Τραϊανοὺ (μεταξὺ 81 καὶ 117).
Σύμφωνα μὲ ὁρισμένους καταγόταν ἀπὸ πριγκιπικὴ οἰκογένεια καὶ φέρεται ὡς μαθητὴς
τῶν Ἀποστόλων <1> καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Πέτρου: «Τὸ κήρυγμά τους ἀντηχοῦσε
στὰ αὐτιά του, ἢ παράδοση τοὺς ἦταν ἀκό1>μη μπροστὰ στὰ μάτια του», ἔγραψε γι’ αὐτὸν
ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος <2>. Ἀφοῦ ἔδωσε δείγματα τοῦ εὐαγγελικοῦ του ζήλου
χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Ρώμης (περὶ τὸ 91), μετὰ τὸν ἅγιο Λίνο καὶ τὸν ἅγιο Ἀνέγκλητο
<3>. Ὑποστηρίζεται ἀπὸ κάποιους ὅτι ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ἐπίσκοπός της Ρώμης. Ἀλλὰ
δὲν ὑπάρχει πραγματικὴ ἀντίφαση, διότι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα δὲν
διακρινόταν εὐκρινῶς ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ πρεσβυτέρου καὶ ὁ Λίνος, ὁ Ἀνέγκλητος καὶ ὁ
Κλήμης, οἱ τρεῖς σπουδαιότεροι τότε μαθητὲς τῶν Ἀποστόλων στὴν Ἐκκλησία τῆς
Ρώμης, θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναλαμβάνουν διαδοχικῶς ἢ ἐκ περιτροπῆς τὸ λειτούργημα αὐτό.3>2>
Ὁ ἅγιος Κλήμης στὸ κήρυγμά του ἀκολουθοῦσε
πιστά το πρότυπό του κορυφαίου των Ἀποστόλων, ἁγίου Πέτρου. Ταπεινόφρων καὶ
πράος, ἐμβριθὴς γνώστης τῶν Ἁγίων Γραφῶν ὅπως καὶ τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων, ἤξερε
νὰ πείθει τοὺς Ἑβραίους καὶ τοὺς ἐθνικοὺς μιλώντας τους γιὰ τὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ
Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν ἐπαγγελία τῆς αἰωνίου Βασιλείας σὲ ὅσους θὰ ἀσπάζονταν μὲ
πίστη καὶ ἐλπίδα τὴν ὁδὸ τῆς μετανοίας. Εἶναι συγγραφέας μιᾶς περιώνυμης Ἐπιστολῆς
πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου ποὺ ἄλλοτε ἦταν ἐνταγμένη στὸν Κανόνα τῶν Ἁγίων
Γραφῶν καὶ ὅπου προτρέπει ὁρισμένα νέα μέλη τῆς κοινότητας ἐκείνης, τὰ ὁποῖα εἶχαν
ἐξεγερθεῖ κατὰ τῶν πρεσβυτέρων τους, νὰ διαφυλάξουν τὴν ἑνότητα τῶν μελῶν τοῦ
Σώματος τοῦ Χριστοῦ, σεβόμενα τὴν ἱεραρχία ποὺ εἶχαν θεσπίσει οἱ Ἀπόστολοι. Ἀποδίδονται
ἐπίσης σὲ αὐτὸν καὶ ἄλλα κείμενα: οἱ Ἀποστολικοὶ Κανόνες, οἱ Διαταγαὶ τῶν Ἀποστόλων
καὶ μία δεύτερη Πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴ” ἔργα τὰ ὁποῖα ἄσκησαν μεγάλη ἐπίδραση
στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, ἀλλὰ εἶναι ἀμφίβολο ἂν προέρχονται ἀπὸ τὴ γραφίδα τοῦ
<4>.4>
|
Ὁ ἅγιος Κλήμης τελεῖ τὴν Θεία Λειτουργία. Τοιχογραφία τοῦ 11ου αἰώνα στὴν βασιλική του ἁγίου στὴν Ρώμη. |
Ὁ ἅγιος Κλήμης κατάφερε νὰ
μεταστρέψει μὲ τὸ κήρυγμά του τὴ Θεοδώρα, σύζυγο τοῦ ἐπάρχου Σισινίου, στενοῦ
φίλου του αὐτοκράτορα Νέρβα. Μάλιστα ὁδήγησε καὶ τὸν ἴδιο τὸν Σισίνιο στὸ ἅγιο
Βάπτισμα, ἀφοῦ τὸν θεράπευσε θαυματουργικῶς ἀπὸ τὴν τύφλωση ποὺ τοῦ προκάλεσε ἡ
ἀσέβειά του. Ὁ διοικητὴς Πούπλιος, βλέποντας ὅλα αὐτὰ καὶ διαπιστώνοντας τὶς
προόδους τοῦ χριστιανισμοῦ μεταξύ των ἐθνικῶν, τὸν ἐξόρισε, κατόπιν διαταγῆς τοῦ
αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ, στὴν Ταυρικὴ Χερσόνησο (Κριμαία), τόπο ἀφιλόξενο, στὶς ἀνατολικὲς
ἐσχατιὲς τῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος βρῆκε ἐκεῖ δύο χιλιάδες χριστιανοὺς
καταδικασμένους σὲ καταναγκαστικὰ ἔργα στὰ λατομεῖα μαρμάρου. Τοὺς παρηγοροῦσε
στὶς θλίψεις τους μὲ τὴν ὑπόσχεση τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν καὶ ἔκανε γιὰ χάρη τους νὰ
ἀναβλύσει νερὸ μέσα στὴν ἔρημο. Ἀκόμη κι ἐκεῖ, ὁ λόγος τοῦ μετέστρεφε τὶς εἰδωλολατρικὲς
ψυχὲς στὴν ἀλήθεια καὶ ἀναφέρεται ὅτι μέσα σὲ ἕνα χρόνο ἔκτισε ἑβδομήντα πέντε
ναούς. Ὁ αὐτοκράτορας ὅμως ἔστειλε μετὰ ἀπὸ λίγο ἐκεῖ ἕνα σκληρὸ διοικητὴ γιὰ νὰ
θέσει τέρμα στοὺς μαζικοὺς ἐκχριστιανισμούς. Τοῦτος ἐπιτέθηκε πρῶτα στὸν ἅγιο
Κλήμη καὶ ἀφοῦ ἔβαλε νὰ τὸν βασανίσουν, διέταξε νὰ τοῦ δέσουν μία ἄγκυρα γύρω
στὸν λαιμὸ καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴ Μαύρη Θάλασσα σὲ μέρος ποὺ νὰ μὴν μποροῦν οἱ
πιστοὶ νὰ βροῦν τὸ σῶμα του γιὰ νὰ τὸ τιμήσουν (περὶ τὸ 97).
Ὁ Θεὸς ὡστόσο δὲν ἄφησε τὸ
πνευματικὸ ποίμνιο τοῦ ἁγίου ἐντελῶς ὀρφανό. Ἐνωτίσθηκε τὶς ἱκεσίες του καὶ ἔκανε
νὰ τραβηχθεῖ θαυματουργικῶς ἡ θάλασσα, ἔτσι ὥστε οἱ χριστιανοὶ νὰ μπορέσουν νὰ
βροῦν τὸ σῶμα τοῦ ἁγίου ποὺ βρισκόταν στὸν βυθό, τριακόσια μέτρα καὶ
περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀκτή. Ἔκτοτε κάθε χρόνο, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου, ἡ
θάλασσα ἀποτραβιόταν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὥστε νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ πάει νὰ
προσκυνήσει τὸ τίμιο λείψανο.
Πολλὰ χρόνια μετά, τὸ 860, ὁ ἀπόστολος
τῶν Σλάβων, ἅγιος Κύριλλος [11 Μαΐου], στάλθηκε ἀπὸ τὸν πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως, ἅγιο Φώτιο [6 Φεβρ.], στὴ Χερσόνησο γιὰ νὰ βαπτίσει τοὺς
σλαβικοὺς πληθυσμούς. Αὐτὸς βρῆκε τότε τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Κλήμεντος καὶ ἔφερε
ἕνα τμῆμα του στὴ Βασιλεύουσα. Ἀργότερα τοῦ ἀνατέθηκε νὰ μεταφέρει τὰ λείψανα αὐτὰ
στὸν πάπα Ἀδριανὸ Β’, στὴ Ρώμη. Ὁ δεσμὸς αὐτὸς ποὺ δημιουργήθηκε μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς
πρώτους ἐπισκόπους της Ρώμης θὰ ἀποδειχθεῖ μεγίστης σημασίας γιὰ τὴ ρωσικὴ εὐσέβεια
καὶ θὰ ἐπιτρέψει τὸ βαθύτερο ρίζωμά της στὴν ἀποστολικὴ παράδοση.
Σημειώσεις
1. Ὁρισμένοι τὸν ταυτίζουν μὲ τὸν συνεργάτη τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στὴν Πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολὴ 4, 3.
2. Κατὰ αἱρέσεων, 3, 3.
3. Βλ. Εὐσεβίου Καισαρείας, Ἐκκλησ. Ἱστορία,
Γ’, 15.
4. Ἡ ἐν Τρούλλω Σύνοδος (692), Κανὼν 2, ἀπέρριψε
τὶς Ἀποστολικὲς Διαταγές, ἀλλὰ ἐπικύρωσε τοὺς 35 Ἀποστολικοὺς Κανόνες, ποὺ ἀποτελοῦν
μέρος του Ἡ΄βιβλίου τῶν Διαταγῶν.