Ἡ πιὸ σωστὴ ἀντίδραση. Καὶ θὰ τὸ δεῖς, θ’ ἀλλάξει ὁ ἄλλος. Ἂν θέλει ὁ Θεὸς κι ἂν ἡ ἀγάπη ποῦ βγάζεις ἀπὸ μέσα σου εἶναι ἀληθινή, κι ἂν ἡ ὑπομονή σου εἶναι ἀγαπητικῆ, τότε θὰ δεῖς ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποῦ φεύγει ἀπὸ κοντά σου, (ἡ γυναίκα σου, τὸ παιδί σου, ὁ συζυγός σου), πουθενὰ ἀλλοῦ δὲ θὰ βρεῖ τέτοια γλυκιὰ ἀγάπη σὰν τὴ δική σου. Καὶ θὰ ξαναγυρίσει πίσω. Θὰ πάει ὅπου θέλει, μπορεῖ νὰ δοκιμάσει διάφορα ἄλλα, ἀλλὰ δὲ θὰ βρεῖ τέτοια ζεστασιὰ οὔτε τέτοια ποιότητα ἀγάπης. Θὰ βρεῖ ὑποκατάστατα, ψεύτικα λόγια, συμφεροντολογικὲς καὶ περιστασιακὲς ἀγάπες, καὶ θὰ γυρίσει πάλι σὲ σένα. Ἀρκεῖ ὅταν γυρίσει νὰ σὲ βρεῖ νὰ περιμένεις. Θὰ περιμένεις;
Τί ὡραῖο πράγμα, ποῦ ὅταν γύρισε ὁ Ὀδυσσέας βρῆκε μιὰ Πηνελόπη νὰ τὸν περιμένει! Τί συγκίνηση! Σκεφτεῖτε ὁ Ὀδυσσέας νὰ εἶχε βρεῖ τὴν Πηνελόπη τοῦ παντρεμένη μὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς μνηστῆρες ποῦ ἐποφθαλμιοῦσαν καὶ περίμεναν τὴν εὐκαιρία νὰ τὴν πάρουν γιὰ σύζυγό τους. Ἡ Πηνελόπη περίμενε, ἀλλὰ καὶ ὁ Ὀδυσσέας περίμενε. Ἔκανε ὑπομονὴ σ’ αὐτὸ τὸ μεγάλο ταξίδι. Καὶ ἀνταμείφθηκε ἡ ὑπομονή του, ἡ ἀγάπη του. Γιατί ἦταν ἀκριβῶς αὐτό: ὑπομονὴ γεμάτη ἀγάπη.
Κι ὁ ἄσωτος γιὸς γύρισε. Ὁ πατέρας τοῦ τὸν περίμενε. Ἔκανε ὑπομονή. Τὸν κοίταζε ἀπ’ τὸ παράθυρο νὰ ‘ρθεῖ καὶ τὰ μάτια τοῦ ἔβγαζαν ἀγάπη καὶ νοσταλγία, καὶ καλοσύνη, κι ὑπομονὴ τεράστια. Καὶ εἶδε τὸ θαῦμα.
Εἶναι δύσκολο, ἀδελφέ μου, νὰ κάνουμε ὑπομονή. Ἡ ἐποχὴ μᾶς εἶναι βιαστικὴ κι ὅλοι μας λένε “Τώρα. Ἐδῶ καὶ τώρα”. Κέντρα δίαιτας, ἐκμάθηση ξένων γλωσσῶν, ταχύρυθμα τμήματα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ὅλα μας ὑπόσχονται γρήγορα ἀποτελέσματα. Ὅλες οἱ συσκευὲς τῆς κουζίνας εἶναι γρήγορες, σὲ δυὸ λεπτά. Φοῦρνος μικροκυμάτων. Ἕνα λεπτό, καὶ τὸ φαγητὸ εἶναι ἕτοιμο. Ὁτιδήποτε κάνουμε στὴ ζωὴ μᾶς ἔχει ταχύτητα. Ὅλα εἶναι γρήγορα καὶ βιαστικά. Κι ἔρχεται ὁ Θεὸς καὶ μᾶς λέει “Ξέρεις κάτι; Ὅλα αὐτὰ καλὰ κάνεις καὶ τὰ κάνεις γρήγορα. Σοὺ κάνουν τὴ ζωὴ εὔκολη. Ἀλλὰ ἡ ψυχὴ θέλει ἀκόμα καὶ σήμερα, μετὰ ἀπὸ τόσους αἰῶνες, πάλι τοὺς δικούς της ρυθμούς. Ὅπως τότε ποῦ σὲ ἔπλασα, παιδί μου. Δὲν ἔχει ἀλλάξει αὐτό”.
Θέλει ὑπομονὴ ἡ καλλιέργεια τῆς ψυχῆς. Πρέπει νὰ περιμένεις τὶς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ δεῖς νὰ ἐκπληρώνονται. Ἔχει ὑποσχεθεῖ πολλὰ πράγματα ὁ Θεός. Καὶ ὅ,τι ὑποσχέθηκε θὰ γίνει. Μᾶς ἔχει πεῖ ὁ Θεός, ἃς ποῦμε, ὅτι “Εἶστε εὐτυχισμένοι ἅμα κλαῖτε. Διότι θὰ γελάσετε. Ὅποιος κλάψει στὴ ζωὴ αὐτή, θὰ γελάσει”. Περίμενε. Νὰ σοὺ ἐξηγήσω. Δὲν ἐννοοῦσε ὁ Χριστὸς τὰ δάκρυα ποῦ εἶχες χθὲς ἐσὺ πάνω στὰ νεῦρα σου. Τὸ καταλαβαίνεις, πιστεύω. Διότι πολλοὶ κλαῖμε κι ἀπὸ νεῦρα, ὅταν φωνάζουμε καὶ παρεξηγούμαστε. Δὲν ἐννοοῦσε αὐτὰ τὰ δάκρυα. Μὰ ἂν κλαῖς ταπεινά, ἂν κλαῖς ἐπειδὴ εἶσαι ἀδικημένος. Ἔχεις κλάψει ποτὲ ἀδικημένος; Ὄχι ἐπειδὴ παρεξηγήθηκες καὶ θίχτηκε ὁ ἐγωισμός σου καὶ σ’ ἐπίασε τὸ πεῖσμα σου ἐπειδὴ δὲν ἔγινε τὸ δικό σου. Ὄχι. Νὰ κλάψεις ἐπειδὴ σὲ ἀδίκησαν κατάφωρα, ἀδικημένος γιὰ τὴν ἀλήθεια. Ἔχεις κλάψει ποτὲ συκοφαντημένος; Ξέρω κάποιον ποῦ εἶχε κλάψει συκοφαντημένος: Ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Πόσες φορὲς δὲ θὰ ‘χὲ κλάψει σ’ αὐτὸ τὸ δωματιάκι ἐκεῖ στὴν Αἴγινα, ὅταν ἄκουγε νὰ λένε τόσα σχόλια γι’ αὐτόν. Δὲν ἦταν ἀναίσθητος. Δὲν εἶχε πέτρα μὲς στὸ στῆθος του. Καρδιὰ εἶχε. Καὶ σίγουρα θὰ ἔκλαψε. Ἀδικημένος, συκοφαντημένος, καὶ περίμενε, καὶ περίμενε. Κι εἶδε τὸ δίκιο του. Πότε. Ὅσο ζοῦσε, δυστυχῶς, λίγο το εἶδε. Ὁ Κύριος τὸν δικαίωσε ὅμως πολύ, ἔστω μετὰ θάνατον. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας ζήτησε συγγνώμη γιὰ τὶς συκοφαντίες ποῦ εἶχαν ἀκουστεῖ γιὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο καὶ γιὰ τὸν τρόπο ποῦ τοῦ φέρθηκε. Περίμενε ὁ ἅγιος τόσα χρόνια κι ὁ Θεὸς τὸν δικαίωσε. Ὅσο ζοῦσε βέβαια, οἱ ἄνθρωποι δὲν τοῦ ἔδωσαν αὐτὸ τὸ γλυκὸ ποτήρι τῆς δικαίωσης, ἀλλὰ τὸν πότισαν πίκρα. Ἐκτὸς ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, τὶς ἁπλὲς ψυχές. Οἱ ἁπλοὶ πιστοὶ πάντα τὸν ἀγαποῦσαν. Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἔκανε ὑπομονή. Γι’ αὐτὸ καὶ πολλοὶ τὸν ὀνόμασαν, “Ὁ ἅγιος της ὑπομονῆς, τῆς καρτερίας”. Διότι περίμενε καὶ δὲ διαμαρτυρόταν. Περίμενε κι ἐσὺ καὶ θὰ δεῖς ὅτι τὰ δάκρυά σου μιὰ μέρα θὰ γίνουν διαμάντια ποῦ θὰ λάμπουν.
Εἶπε ὁ Κύριος “Ὅποιος μ’ ἀκολουθήσει, ἀπὸ τώρα θὰ νιώσει μέσα του τὸν Παράδεισο. Ἐγὼ θὰ ἐμφανίσω τὸν ἑαυτό μου μέσα του καὶ θὰ ‘ρθεῖ ὅλη ἡ ἁγία Τριάδα καὶ θὰ μπεῖ στὴν καρδιά του. Ὅποιος μ’ ἀγαπᾶ, ἤδη ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο”. Καὶ λὲς ἐσύ, “Ποῦ εἶναι αὐτό. Ἐγὼ δὲ νιώθω τὸ Θεό”. Κάνεις, ὅμως, ὑπομονή; Ἀγωνίζεσαι ὑπομονετικά; Πόσο. Θέλει πολύ. Μέρες; Μῆνες. Μῆνες; Χρόνια, δεκαετίες. Κᾶνε τόπο μέσα σου, ν’ ἀφήσεις στὸ Χριστὸ νὰ μπεῖ. Ἄσε ἕνα σημεῖο, ἄσε μιὰ σταθερὴ θέση στὸ Χριστὸ καὶ μὴν τὸν πᾶς μιὰ δῶ καὶ μιὰ ἐκεῖ μὲς στῆς καρδιᾶς σου τὸ τοπίο.
Ὅταν κάποιος γίνεται μοναχὸς στὸ ἅγιο Ὅρος, ἕνα ὡραῖο δῶρο ποῦ τοῦ κάνουν κάποιοι, εἶναι μιὰ εἰκόνα τῆς ἁγίας Ὑπομονῆς. Τὸ ξέρεις; Καὶ οἱ πιὸ πολλοὶ μοναχοὶ ἀγαποῦν τὴν ἁγία Ὑπομονή. Διότι ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ θέλει ὑπομονή. Ἡ ζωὴ τοῦ ὅλη εἶναι μιὰ τεράστια ὑπομονή. Ζωὴ ἀρκετὰ μονότονη: κάθε μέρα ἀκολουθία, κάθε μέρα ξύπνημα στὸ κελί, πρωινὴ ἀκολουθία, κανόνας, κομποσκοίνια, μετάνοιες. Εἶναι ὡραία βέβαια, ἔχει καὶ ποικιλία, ἀλλὰ ἔχει καὶ μονοτονία σὲ μερικὰ πράγματα. Καὶ τί θέλει; Πολλὴ ὑπομονή. Τὸ λέει καὶ στὴν ἀκολουθία τοῦ μοναχικοῦ σχήματος, “Κτήσουν ὑπομονήν”. Ἔχεις ἀνάγκη νὰ ἀποκτήσεις τεράστια ὑπομονή.
Εἶπε ὁ Χριστός μας ὅτι “ὅποιος, σὰν τὰ πουλάκια καὶ σὰν τὰ κοράκια τοῦ οὐρανοῦ, σὰν τὰ παιδάκια καὶ σὰν τὰ λουλουδάκια ἐμπιστευτεῖ τὸν Κύριο, θὰ δεῖ τὴν προστασία καὶ τὴν στοργή του. Θὰ τοῦ δώσω ἀπ’ ὅλα: καὶ τροφὴ καὶ νερὸ κι ὀμορφιὰ καὶ στολίδια, καὶ θὰ βρεῖ ὅλου του κόσμου τὰ καλά. Θὰ τοῦ τὰ δώσω ἐγώ“. Ἐσὺ ὅμως δὲν κάνεις ὑπομονὴ νὰ δεῖς αὐτὰ τὰ θαύματα, παρὰ τί κάνεις; Ἀγχώνεσαι διαρκῶς. Καὶ λέει ὁ Κύριος “Γιὰ νὰ δεῖς αὐτὸ ποῦ ὑποσχέθηκα, ξεντύσου ἀπὸ πάνω σου τὰ ροῦχα ποῦ φορᾶς καὶ σοὺ χαλοῦν τὸ πρόσωπο. Ἐγὼ θέλω νὰ σὲ ὀμορφύνω, ἀλλὰ πῶς νὰ σὲ ὀμορφύνω ὅταν ἐσὺ πᾶς καὶ βάσεις στὸ πρόσωπό σου τὰ δικά σου στολίδια τὰ ψεύτικα, τὰ ἀνθρώπινα; Βγάλε ἀπὸ πάνω σου τὸ ἄγχος, γιὰ νὰ σοὺ δώσω ἐγὼ ἕνα ὄμορφο πρόσωπο εἰρηνικό, γαλήνιο, ἤρεμο. Βγάλε ἀπὸ πάνω σου τὴν ἀγωνία, τὴν ἀνασφάλεια καὶ τὸν πανικό, ποῦ σὲ κάνουν νὰ ‘σαὶ ἄσχημος καὶ κάνουν τὸ πρόσωπό σου νὰ γερνάει, κι ἔλα νὰ ντυθεῖς, ἔλα νὰ φορέσεις τὰ δικά μου ρούχα”. Τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, τὴν πίστη στὴ δύναμή του, τὴν ἐλπίδα στὰ λόγια του. Καὶ μετὰ ξέρεις τί νὰ κάνεις; Ξάπλωσε ἤρεμος, κι ὑπομονετικὰ περίμενε τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ ποῦ θὰ ‘ρθεῖ νὰ σ’ ἀλλάξει. Γίνε ὅπως σὲ θέλει ὁ Θεὸς καὶ μετὰ ξάπλωσε καὶ κοιμήσου καὶ περίμενε. Ἐμπιστεύσου τὸ Θεὸ καὶ ἄστα ὅλα στὸ Θεό. Καὶ κάνοντας ὑπομονή, θὰ βλέπεις κάθε μέρα νὰ κάνει κάτι ὁ Θεὸς στὴ ζωή σου. Κάθε μέρα ποῦ ξυπνᾶς θὰ διαπιστώνεις ὅτι εἶσαι πιὸ κοντὰ στὴν εὐτυχία. Ἂν ὅλα αὐτὰ τὰ δεῖς λογικά, θὰ πεῖς ὅτι αὐτὰ ποῦ λέει ὁ Θεὸς δὲ θὰ σὲ κάνουν εὐτυχισμένο. Ἴσα ἴσα σ’ ἀφήνουν μετέωρο, νὰ κρέμεσαι στὸ κενό. Κι ὅμως. Αὐτὸ ποῦ νομίζεις ὅτι εἶναι κρέμασμα στὸ κενό, εἶναι ἡ πιὸ σίγουρη κίνηση εὐτυχίας. Νὰ ‘σαὶ σίγουρος ὅτι αὐτὸ ποῦ νομίζεις γιὰ κενὸ θὰ φέρει ἀκριβῶς τὸ γέμισμα τῆς καρδιά σου, καὶ θὰ δεῖς πῶς θ’ ἀλλάξει ἡ ζωή σου. “Μην κάνεις τίποτα” λέει ὁ Χριστός, “γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖς τὸν ἐχθρό σου. Ἄσε, θὰ τὸν ἀναλάβω ἐγώ. Θὰ κάνω ἐγὼ ὅ,τι πρέπει. Ἐσὺ κᾶνε μόνο ἕνα πράγμα. Τί. Ἀγάπα τὸν ἐχθρό σου. Κι ὅταν τὸν ἀγαπᾶς εἶναι σὰ νὰ βάζεις πάνω στὸ κεφάλι τοῦ κάρβουνα ἀναμμένα”. “Μα” θὰ πεῖς “ἐγὼ θέλω νὰ δῶ τὴν ἐκδίκηση. Θέλω νὰ δῶ ὅτι ἐπεμβαίνεις, Κύριε. Νὰ δῶ μιὰ τάξη, μιὰ δικαιοσύνη στὴ ζωὴ μού”. Καὶ λέει ὁ Κύριος “Ναί, θὰ τὸ κάνω. Θὰ σὲ δικαιώσω. Ἄσε τὰ πράγματα, ὅμως. Κι ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα, θὰ βοηθήσω. Θέλω νὰ βοηθήσω ὅμως κι αὐτὴ τὴν ψυχὴ νὰ καταλάβει τὸ λάθος της. Ἐσὺ ὅμως κᾶνε ὑπομονή. Ἂσ’ τὰ πράγματα νὰ τὰ δικαιώσω ἐγὼ καὶ ὄχι ἐσύ”.