Ιδού ευαγγέλιο που αφορά στο νου και το σώμα
του καθενός μας. Είναι το ευαγγέλιο της ευσπλαχνίας. Είναι η θαυμαστή παραβολή
του Σωτήρος, στην οποία απεικονίζεται ολόκληρη η ζωή μας. Η δική μου, η δική
σου, του καθενός ανθρωπίνου όντος επάνω στην γη. Όλους τους αφορά το σημερινό
άγιο Ευαγγέλιο. Όλους.
Ο άνθρωπος! Αυτός ο θεϊκός πλούτος επάνω στην
γη! Κοίταξε το σώμα του, το μάτι, το αυτί, την γλώσσα. Τι θαυμαστός πλούτος. Το
μάτι! Υπάρχει τίποτε πιο τέλειο που να ημπορή ο άνθρωπος να επινοήσει σ’ αυτόν
τον κόσμο; Κι όμως, το μάτι αυτό το εδημιούργησε ο Κύριος, όπως και την ψυχή
και το σώμα. Η ψυχή μάλιστα είναι ολόκληρη εξ ουρανού. Οποίος πλούτος! Το σώμα!
Θαυμαστός θείος πλούτος που σου δόθηκε για την αιωνιότητα και όχι μόνο για την
πρόσκαιρη αυτή γήινη ζωή. Και ψυχή δοσμένη για την αιωνιότητα.
Ακούσατε τι ευαγγελίζεται ο Άγιος Απόστολος
Παύλος σήμερα. «Το δε σώμα τω Κυρίω» (Α Κορ.
6, 13). Ο Κύριος έπλασε το ανθρώπινο σώμα για την αιώνια ζωή, για την αθανασία,
για την καθαρότητα. Το έπλασε για την αιώνια αλήθεια, για την αιώνια δικαιοσύνη
και για την αιώνια αγάπη: όπως το σώμα, έτσι και την ψυχή. Όλα αυτά είναι δώρα
του Θεού, ανεκδιήγητα και μεγάλα και πλούσια, και –το πιο σπουδαίο– αθάνατα και
αιώνια δώρα του Θεού.
Εμείς όμως οι άνθρωποι τι κάνομε μ’ όλα αυτά
τα δώρα; Τι οικοδομούμε με αυτά; Παραδίδουμε το σώμα στις ηδονές και στα πάθη
αυτού του κόσμου, και την ψυχή στους ακαθάρτους λογισμούς, τις ακάθαρτες
επιθυμίες, τις ακάθαρτες ηδονές. Δια των αμαρτιών και η ψυχή και το σώμα
απομακρύνονται από τον Θεό, φεύγουν από το Θεό, φεύγουν «εις χώραν μακράν».
Τίνος είναι αυτή η «μακρινή χώρα;»
Ακούσατε που ο άσωτος υιός βόσκει χοίρους.
Στην χώρα του διαβόλου. Στην χώρα, όπου ο διάβολος έχει εξουσία πάνω στον
άνθρωπο δια των παθών, δια των αμαρτιών, και τον κρατάει σε φρικτή τρέλα, στον
παραλογισμό και την παραφροσύνη.
Λοιπόν, η αμαρτία; Κάθε αμαρτία είναι τρέλα.
Και ο άνθρωπος θα είναι πάντα μέσα σ’ αυτή την τρέλα, μέχρις ότου συναντηθεί με
τον Κύριο Ιησού Χριστό. Και θα συναντηθεί με την μετάνοια.
Ακούσατε πως ο άσωτος υιός, αισθανόμενος τι
σημαίνει ζωή μέσα στην αμαρτία, ζωή μέσα στις ηδονές και τα πάθη αυτού του
κόσμου, λέγει: «Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ
απόλλυμαι» σε ξένη και μακρινή χώρα. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου».
Σηκώθηκε και πήγε προς τον πατέρα. Και ο ουράνιος Πατήρ, ο Θεός και Ελεήμων
Κύριος, «έτι αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν και εσπλαγχνίσθη και δραμών
επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν», ενώ συγχρόνως ο υιός με
λυγμούς έλεγε: «πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, ουκέτι ειμί
άξιος κληθήναι υιός σου». Αμάρτησα στον ουρανό και σ’ όλα τα αστέρια. Όλα τα
εμόλυνα με το πύον των παθών μου, και με το σκοτάδι των παθών μου τα ημαύρωσα
όλα. «Ήμαρτον ενώπιόν σου»! Φεύγοντας από σένα, σε ποιόν προσκολλήθηκα; Δίπλα
σε ποιόν ήμουν; Τίνος χοίρους εγώ έβοσκα; Του διαβόλου! Εγώ διαβολοποίησα την
ψυχή μου, την οποία εσύ μου έδωσες να γίνη αγία και αθάνατη. Εγώ εβρώμισα το
σώμα, εθανάτωσα το σώμα, εξαθλίωσα το σώμα! (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)