Κάποτε, ενώ ο Γέροντας (Παΐσιος της
Παναγούδας) ευχόταν κατά τη συνήθειά του κάνοντας κομποσχοίνι, είχε θεία
επίσκεψη. Ενώ βρισκόταν στο κελλί του κι ευχόταν, ξαφνικά άκουσε στο
διάδρομο κάτι σαν πατήματα. Πήγε στην πόρτα του κελλιού του και κοίταξε
στο διάδρομο που βλέπει προς την Εκκλησία. Αντικρυσε τότε την
Παναγία μας, «η Οποία περπατούσε σαν Βασίλισσα», όπως έλεγε ο Γέροντας, «και
όλα επάνω Της είχαν ανείπωτη βασιλική αρχοντιά. Όταν Εκείνη έφθασε
μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας, έστριψε και κατευθύνθηκε προς τα μέσα.
Πίσω Της ακολουθούσε ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος. Αφού μπήκαν και οι δυό
στο εκκλησάκι, χάθηκαν, αφήνοντας εκεί μέσα ένα γαλαζόλευκο φως, το οποίον
έμεινε για λίγη ώρα και μετά σιγά-σιγά διαλύθηκε». Η ψυχή του Γέροντα
πλημμύρισε τότε από ευγνωμοσύνη και ταπείνοφροσυνη. Έκλαιγε, που η
Παναγία μας τον επισκέφτηκε, αν και ο ίδιος αισθανόταν, και έλεγε, ότι «ήταν ο
πιο αμαρτωλός άνθρωπος στον κόσμο».
Από το βιβλίο «Γεροντικό της Παναγίας»
Αρχ. Θεοφύλακτος Μαρινάκης