Στην Πόλη της πρεσβύτερης Ρώμης ζούσε ένας
χριστιανός που ονομαζόταν Ιωάννης, άνθρωπος πολύ ευλαβής και πολύ
πλούσιος. Ο χριστιανός αυτός είχε δύσκολο και αδρανή νου, ώστε δεν
μπορούσε να μάθει γράμματα ούτε καν μια προσευχή, να τη λέει όπως οι άλλοι χριστιανοί.
Πήγε, λοιπόν, σ’ ένα
μοναστήρι και αφού αφιέρωσε όλα τα υπάρχοντά του στη μονή, έγινε μοναχός, για
να τον μάθουν οι αδελφοί γράμματα. Όλοι προσπαθούσαν να του ερμηνεύσουν
τους ψαλμούς και να του μάθουν διάφορες προσευχές, αλλά δεν μπορούσε να μάθει
τίποτα. Ο νους του έμοιαζε με σκεπάρνι.
Τότε, ένας εμπειρικός και
ευάρεστος μοναχός, αφού του διάβασε διάφορες ευχές και τροπάρια, τον ρώτησε
ποιό απ’ όλα τα τροπάρια του άρεσε και θα ήθελε να μάθει. Χαρούμενα
απάντησε:
Μου αρέσει εξαιρετικά το «Θεοτόκε
Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά Σου…».
Κατέβαλαν οι αδελφοί κάθε προσπάθεια και κόπο
και του έμαθαν τον Αρχαγγελικό ασπασμό. Ύστερα από αρκετό χρόνο τον έμαθε
και πήρε τόση μεγάλη χαρά, που του φαινόταν ότι βρήκε θησαυρό πολύτιμο.
Κάθε στιγμή είχε τον ύμνο αυτό στα χείλη του και συνέχεια τον άκουγαν οι
αδελφοί να λέει: Θεοτόκε Παρθένε, Χαίρε Κεχαριτωμένη…, που του έφερνε
πολλή ψυχική αγαλλίαση. Πάντοτε προσευχόταν στην Παναγία μ’ αυτόν τον
ύμνο, τον οποίον έλεγε με κάθε γλυκύτητα και ψυχική ευφροσύνη ανείκαστη.
Δεν άργησαν οι αδελφοί της μονής να του βγάλουν την επωνυμία (παρατσούκλι),
Χαίρε Μαρία, το οποίον άκουγε με μεγάλη ευχαρίστηση, διότι το θεωρούσε πολύ
τιμητικό να τον προσφωνούν με το όνομα της Αειπαρθένου Μαρίας.
Όταν πέθανε ο Μακάριος και του
έψαλαν την εξόδιο ακολουθία, τον έθαψαν σε ξεχωριστό τόπο, διότι το ιερό
λείψανό του ευωδίαζε. Η ευωδία αυτή αύξαινε κάθε μέρα και οι αδελφοί
αισθάνονταν άρρητη ψυχική ευχαρίστηση.
Όταν, κατά την τάξη, πήγαν να του
διαβάσουν τα «εννεάμερα», μετά τη δέηση βλέπουν θαύμα παράδοξο και εξαίσιο, και
«εξέστησαν» οι μοναχοί: φύτρωσε στον τάφο του ωραιότατος κρίνος και σε κάθε
φύλλο του ήταν γραμμένα με χρυσά γράμματα: «Χαίρε Κεχαριτωμένη
Μαρία», η δε ευωδία του κρίνου ήταν χαρακτηριστική και τόσο έντονη που
δεν έμοιαζε με κανένα άνθος επίγειο.
Τότε είπε ο ηγούμενος στους
αδελφούς:
-Από αυτό το θαυμαστό
γεγονός γνωρίσαμε ότι ο μακάριος αυτός αδελφός είχεν αγιωσύνη και πόσο μεγάλος
ήταν ο πόθος του προς την Κυρία μας Θεοτόκο. Σωστό είναι να ιδούμε και τη ρίζα
αυτού του κρίνου, για να καταλάβετε πόσο χαριτώνεται όποιος αγαπά μ’ όλη την
καρδιά την Παναγία.
Αφού έσκαψαν τον τάφο, βλέπουν
ότι ο κρίνος έβγαινε από το στόμα του Οσίου και εξεπλάγησαν. Ο δε ηγούμενος
πρόσταξε και έσχισαν το στήθος του ιερού λειψάνου και βλέπουν ότι είχε φυτρώσει
στην καρδιά του, στην οποία ήταν ζωγραφισμένη της Παναγίας η εικόνα.
Πήραν τον κρίνο με κάθε σεβασμό
και τον φύλαξαν με τα άγια λείψανα, όπου τον σέβονται για την αγάπη της
Θεομήτορος.
Από το βιβλίο «Γεροντικό της Παναγίας»
Αρχ. Θεοφύλακτος Μαρινάκης