Του Αγίου Μάξιμου του Ομολογητού
Β΄ ΜΕΡΟΣ
Όταν ετελείωσε την ικεσίαν και την ευχαριστίαν
της, πλημμυρισμένη όλη από Θεόν επέστρεψε εις την Σιών. Ευθύς αμέσως ο Κύριος
απέστειλε επί νεφέλης τον ευαγγελιστήν και Θεολόγον Ιωάννην, καθ’ ότι η αγία
Παρθένος είχε μεγάλην επιθυμίαν να τον ιδή, δεδομένου ότι ο Κύριος τους είχε
συνδέσει δι’ υιοθεσίας. Η εξ όλων των γυναικών υπερευλογημένη καθώς τον είδε
εχάρη ακόμη περισσότερον και εζήτησε να προσευχηθούν. Μετά την ευχήν η αγία και
αειπάρθενος Βασίλισσα ανεκοίνωσε εις τον Ιωάννην και εις τις εκεί
παρευρισκόμενες παρθένους το νέον μήνυμα του αρχαγγέλου που αφορούσε την
μετάθεσίν της και τους έδειξε τον κλάδον του φοίνικος τον οποίον παρέλαβε από
αυτόν. Παρήγγειλε να ετοιμάσουν τον οίκον της, να ανάψουν λαμπάδες και να
θυμιάσουν, διότι τον είχε ήδη διακοσμήσει ως άλλον νυμφικόν θάλαμον εις τον
οποίον θα υπεδέχετο τον αθάνατον Νυμφίον, τον παντευλόγητον Υιόν της, τον
οποίον προσδοκούσε με μίαν ακατάσχετον ελπίδα. Όταν όλα ετακτοποιήθησαν, εγνωστοποίησε
εις τους συνοδούς και τους γνωστούς της το επικείμενον μυστήριον της
Μεταστάσεώς της και εκείνοι αμέσως την περιεκύκλωσαν κλαίοντας και θρηνώντας
για τον αποχωρισμόν τους, καθ’ ότι μετά Θεόν αυτήν είχαν ελπίδα και βοήθειαν. Η
αδελφή τους όμως, η Θεομήτωρ και Βασίλισσα, τους παρηγορούσε έναν έναν χωριστά
και όλους μαζί και τους απηύθηνε ένα συγκινητικόν χαιρετισμόν λέγουσα:
«Χαίρετε, τέκνα μου ευλογημένα και μη κάμετε την μετάστασίν μου αφορμήν θρήνου,
αλλά πλησθήτε αγαλλιάσεως, διότι έρχεται η αιώνιος ευφροσύνη, ο Κύριός μου και
Υιός μου και η Χάρις και το έλεός του θα είναι πάντοτε μαζί σας». Εκοίταξε
έπειτα τον ευαγγελιστήν Ιωάννην και του είπε να δώση την εσθήτα και το
μαφόριόν της εις τις δύο χήρες οι οποίες την υπηρετούσαν. Εν συνεχεία τους
εφανέρωσε τα μυστήρια της εκδημίας της και της επ’ ευκαιρία αυτής θείας
επισκέψεως, καθώς και την σημασίαν του κάθε γεγονότος. Έπειτα εκανόνισε τα της
κηδείας και τους παρήγγειλε πως να την μυρώσουν καθώς και που να θάψουν το
πανάσπιλον σώμα της. Μετά ταύτα η ένδοξος Θεομήτωρ ανεκλίθη εις ένα κράββατον,
την κλίνην εκείνην την οποίαν καθ’ εκάστην νύκτα έλουζε με τα δάκρυα των
οφθαλμών της από αγάπην προς τον Υιόν της Ιησούν Χριστόν και την ελάμπρυνε με
τις προσευχές και τις δεήσεις αυτής. Κατόπιν εζήτησε και πάλιν να ανάψουν τις
λαμπάδες.
Από το βιβλίο Ο βίος της Υπερευλογημένης
Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου
Μαρίας,
εκδ. Ιερού Κελλίου Αγ. Νικολάου «Μπουραζέρη»,
Άγιον Όρος.