Εις την Αγία Άννα, ζούσε ένας Γέροντας με τον
υποτακτικό του, ο οποίος έκανε συχνά παρακοές. Ήτανε παραμονή μιας εορτής της
Παναγίας. «Γέροντα», λέει ο υποτακτικός, «θα πάω να ψαρέψω κανένα ψάρι, διότι
της Παναγίας εορτή είναι αύριο. Τι θα φάμε;» «Παιδί μου», του λέει ο Γέροντας,
«εδώ οι γείτονες μας ψαράδες είναι. Ώρες ψάρευαν και δεν πιάσανε ψάρια. Αν
ήθελε η Παναγία να τρώγαμε ψάρια, θα επίαναν, θα έφερναν και σε μας. Να
μην πας για ψάρεμα». «Όχι, Γέροντα», ξαναλέει ο υποτακτικός, «εγώ θα πάω να
ψαρέψω». «Μην πηγαίνεις», επαναλαμβάνει ο Γέροντας. «Όχι, θα πάω», λέει ο
υποτακτικός και φεύγει…
Ο Γέροντας τότε σκέπτεται ότι ο υποτακτικός
του ευρίσκεται σε παρακοή· αν του τύχει κανένας μεγάλος πειρασμός του
υποτακτικού του; Μήπως γλιστρίσει εις την θάλασσα; Δια τούτο μπαίνει στο κελλί
του και κάνει προσευχή, κάνει κομποσχοίνι για τον υποτακτικό του.
Ο υποτακτικός πηγαίνει στη θάλασσα· πετάει την
πετονιά· κάτι επίασε τ’ αγκίστρι· τραβάει δυνατά. Βγαίνει τότε ξαφνικά ένας
αράπης μαύρος-κατάμαυρος, με αγριωπά μάτια, έτοιμος να ορμήσει επάνω στον
μοναχό! Αλλά μια αόρατος δύναμις τον κρατούσε. Αυτός τρομοκρατημένος φεύγει· ο
διάβολος ακολουθεί από πίσω, μέχρι την Αγία Άννα, μέχρι το κελλί του… Του λέει
τότε ο διάβολος: «Ρε, καλόγερε, τι να σου κάνω, που από την ώρα που έφυγες, ο
Γέροντας κάνει κομποσχοίνι για σένα; Ειδάλλως θα σε έπνιγα μέσα στη θάλασσα·
στη θάλασσα θα σ’ έπνιγα!» Να τι κάνει η παρακοή.
Γέροντος Εφραίμ Κατουνακιώτη (Λόγοι Διδαχής
περί υπακοής)