Άγίου Ἰωάννου Μαξίμοβιτς
Τήρησε σθεναρά τήν πνευματική ἐπιφυλακή,
ἐπειδή δέν γνωρίζεις πότε θά σέ καλέσει ὁ Κύριος κοντά Του. Κατά τήν ἐπίγειο
ζωή σου, νά εἶσαι ἕτοιμος ἀνά πάσα στιγμή νά Τοῦ δώσεις λογαριασμό. Πρόσεχε νά
μήν σέ πιάσει στά δίχτυα του ὁ ἐχθρός, ἤ νά σέ ξεγελάσει, προκαλώντας σε νά
πέσεις σέ πειρασμό. Καθημερινά ἐξέταζε τήν συνείδησή σου, δοκίμαζε τήν
καθαρότητα τῶν λογισμῶν σου, τίς προθέσεις σου.
Κάποτε ἦταν ἕνας βασιλιάς, ὁ ὁποῖος
εἶχε ἕνα γιό πονηρό. Ἔχοντας χάσει κάθε ἐλπίδα γιά ἀλλαγή πρός τό καλύτερο, ὁ
πατέρας καταδίκασε τόν γιό του σέ θάνατο. Τοῦ ἔδωσε ἕνα μήνα περιθώριο γιά νά
προετοιμαστεῖ.
Πέρασε ὁ μήνας, καί ὁ πατέρας
ζήτησε νά παρουσιασθεῖ ὁ γιός του. Πρός μεγάλη του ἔκπληξη, παρατήρησε πώς ὁ
νεαρός ἦταν αἰσθητά ἀλλαγμένος: τό πρόσωπό του ἦταν ἀδύνατο καί χλωμό, καί ὁλόκληρο
τό κορμί του ἔμοιαζε νά εἶχε ὑποφέρει.
«Πῶς καί σοῦ συνέβη τέτοια
μεταμόρφωση, γιέ μου;» ρώτησε ὁ πατέρας.
«Πατέρα μου καί κύριέ μου,» ἀπάντησε
ὁ γιός, «πῶς εἶναι δυνατόν νά μήν ἔχω ἀλλάξει, ἀφοῦ ἡ κάθε μέρα μέ ἔφερνε πιό
κοντά στόν θάνατο;»
«Καλῶς, παιδί μου», παρατήρησε ὁ βασιλιάς. «Ἐπειδή
προφανῶς ἔχεις ἔρθει στά συγκαλά σου, θά σέ συγχωρήσω. Ὅμως, θά χρειαστεῖ νά
τηρήσεις αὐτή τήν διάθεση ἐπιφυλακῆς τῆς ψυχῆς σου, γιά τήν ὑπόλοιπη ζωή σου.»
«Πατέρα μου,» ἀπάντησε ὁ γιός, «αὐτό εἶναι ἀδύνατο.
Πῶς θά μπορέσω νά ἀντισταθῶ στά ἀμέτρητα ξελογιάσματα καί τούς πειρασμούς;»
Ὁ βασιλιάς τότε διέταξε νά τοῦ
φέρουν ἕνα δοχεῖο γεμάτο λάδι, καί εἶπε στόν γιό του: «Πάρε αὐτό τό δοχεῖο, καί
μετάφερε τό στά χέρια σου, διασχίζοντας ὅλους τοὺς δρόμους τῆς πόλεως. Θά σέ ἀκολουθοῦν
δύο στρατιῶτες μέ κοφτερά σπαθιά. Ἐάν χυθεῖ ἔστω καί μία σταγόνα ἀπό τό λάδι,
θά σέ ἀποκεφαλίσουν.»
Ὁ γιός ὑπάκουσε. Μέ ἀνάλαφρα,
προσεκτικά βήματα, διέσχισε ὅλους τοὺς δρόμους τῆς πόλεως, μέ τούς στρατιῶτες
νά τόν συνοδεύουν συνεχῶς, καί δέν τοῦ χύθηκε οὔτε μία σταγόνα.
Ὅταν ἐπέστρεψε στό κάστρο, ὁ
πατέρας τόν ρώτησε: «Γιέ μου, τί πρόσεξες καθώς τριγυρνοῦσες μέσα στούς δρόμους
τῆς πόλεως;»
«Δέν πρόσεξα τίποτε.»
«Τί ἐννοεῖς, ‘τίποτε’;» τόν ρώτησε ὁ βασιλιάς.
«Σήμερα ἦταν μεγάλη γιορτή - σίγουρα θά εἶδες τούς πάγκους πού ἦταν φορτωμένοι
μέ πολλές πραμάτειες, τόσες ἅμαξες, τόσους ἀνθρώπους, ζῶα…»
«Δέν εἶδα τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά» εἶπε ὁ γιός. «Ὅλη
ἡ προσοχή μου ἦταν στραμμένη στό λάδι μέσα στό δοχεῖο. Φοβήθηκα μήν τυχόν μου
χυθεῖ μία σταγόνα καί ἔτσι χάσω τή ζωή μου.»
«Πολύ σωστή ἡ παρατήρησή σου» εἶπε ὁ βασιλιάς.
«Κράτα λοιπόν αὐτό τό μάθημα κατά νοῦ, γιά τήν ὑπόλοιπη ζωή σου. Νά τηρεῖς τήν ἴδια
ἐπιφυλακή γιά τήν ψυχή μέσα σου, ὅπως ἔκανες σήμερα γιά τό λάδι μέσα στό δοχεῖο.
Νά στρέφεις τούς λογισμούς σου μακριά ἀπό ἐκεῖνα πού γρήγορα παρέρχονται, καί
νά τούς προσηλώνεις σέ ἐκεῖνα πού εἶναι αἰώνια. Θά εἶσαι ἀκολουθούμενος, ὄχι ἀπό
ὁπλισμένους στρατιῶτες, ἀλλά ἀπό τόν θάνατο, στόν ὁποῖον ἡ κάθε μέρα μᾶς φέρνει
πιό κοντά. Νά προσέχεις πάρα πολύ νά φυλᾶς τήν ψυχή σου ἀπό ὅλους τοὺς
καταστροφικούς πειρασμούς.»
Ὁ γιός ὑπάκουσε τόν πατέρα, καί ἔζησε
ἔκτοτε εὐτυχής.