- Γέροντα, ὅταν μου περνοῦν λογισμοὶ ὑπερηφανείας
καὶ κατακρίσεως, προσπαθῶ νὰ δικαιολογῶ τοὺς ἄλλους. Αὐτὸ εἶναι πτώση ἢ ἀγώνας;
- Ἀγώνας εἶναι. Ὅταν κάποιος χαζεύει μὲ ἀνοιχτό
το στόμα καὶ μπεῖ μιὰ μύγα μέσα στὸ στόμα του, θὰ τὴν φτύσει. Ἀλλὰ καλύτερα νὰ
προσέχει νὰ μὴν μπεῖ.
- Συχνὰ ὅμως, Γέροντα, βλέποντας τί κάνουν οἱ ἄλλοι
τοὺς κατακρίνω.
- Ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, δὲν μπορεῖς νὰ μὴ βλέπεις
τί γίνεται γύρω σου. Πρέπει ὅμως νὰ ἀποκτήσεις διάκριση, ὥστε νὰ δίνεις στοὺς ἄλλους
ἐλαφρυντικὰ καὶ νὰ τοὺς δικαιολογεῖς. Τότε θὰ τοὺς βλέπεις σὲ καλὴ κατάσταση.
- Γέροντα, τὴν ὥρα τῆς Ἀκολουθίας ἔχω λογισμοὺς
γιατί μιὰ ἀδελφὴ δὲν ἔρχεται στὸ ἀναλόγιο νὰ ψάλει, γιατί μιὰ ἄλλη ψάλει σιγανὰ
καὶ συνέχεια κατακρίνω.
- Ε, καλά, γιατί δὲν σκέφτεσαι ὅτι ἡ ἀδελφὴ ἴσως
εἶναι κουρασμένη ἢ εἶχε ἕναν πόνο καὶ δὲν μπόρεσε νὰ κοιμηθεῖ, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν
ψάλει; Ξέρω ἀδελφὲς πού, καὶ ἄρρωστες νὰ εἶναι καὶ νὰ μὴ μποροῦν νὰ σύρουν τὰ
πόδια τους ἀπὸ τὸν πυρετό, θὰ ἀγωνισθοῦν νὰ μὴ γίνει αὐτὸ ἀντιληπτό, γιὰ νὰ μὴν
τῆς ποῦν νὰ φύγουν ἀπὸ τὸ διακόνημα καὶ πάει ἄλλη ἀδελφὴ στὴ θέση τους καὶ
δυσκολευθεῖ. Αὐτὸ δὲ σὲ συγκινεῖ;
- Μὲ συγκινεῖ, Γέροντα, ἀλλὰ δὲν καταφέρνω νὰ
δικαιολογήσω πάντα μιὰ ἀδελφή, ὅταν φέρεται ἄσχημα.
- Σκέφθηκες ποτὲ ὅτι ἡ ἀδελφὴ μπορεῖ νὰ
φέρεται ἄσχημα, γιὰ νὰ κρύψει τὴν ἀρετή της; Ἐγὼ γνωρίζω ἀνθρώπους ποὺ κάνουν ἐπίτηδες
ἀταξίες καὶ τοὺς κακολογοῦν ὅσοι δὲν ἀσχολοῦνται μὲ τὸν ἑαυτό τους. Ἢ μπορεῖ
κάποια ἀδελφὴ νὰ φερθεῖ ἄσχημα, ἐπειδὴ εἶναι κουρασμένη, ἀλλὰ ἀμέσως μετανοιώνει.
Ἐσὺ τὴν κατακρίνεις, ἐνῶ ἐκείνη ἔχει ἤδη μετανοιώσει γιὰ τὴν ἄσχημη συμπεριφορά
της. Στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων εἶναι ταπεινωμένη, στὰ μάτια ὅμως Τοῦ Θεοῦ εἶναι
ψηλά.
- Γέροντα, ἔχω μιὰ στενότητα. Δὲν ἔρχομαι στὴ
θέση τοῦ ἄλλου, γιὰ νὰ τὸν δικαιολογήσω.
- Νὰ βλέπεις μὲ πόνο τὸν ἄλλον ποὺ σφάλλει καὶ
νὰ δοξάζεις τὸν Θεὸ γιὰ ὅσα σου ἔχει δώσει, γιατί μετὰ ὁ Θεὸς θὰ σοῦ πεῖ: «Ἐγώ,
παιδί μου, τόσα σου ἔδωσα, κι ἐσὺ γιατί μου φέρθηκες σκληρά;». Νὰ βλέπεις
πλατιά τα πράγματα. Νὰ σκέφτεσαι τὸ παρελθὸν τοῦ ἀνθρώπου, τὶς εὐκαιρίες ποὺ τοῦ
δόθηκαν νὰ καλλιεργήσει τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς εὐκαιρίες ποὺ εἶχες ἐσὺ καὶ δὲν τὶς
ἀξιοποίησες. Ἔτσι, θὰ συγκινηθεῖς ἀπὸ τὶς δωρεὲς πού σου χάρισε ὁ Θεός, θὰ τὸν
δοξολογήσεις γι’ αὐτὲς καὶ θὰ ταπεινωθεῖς, ἐπειδὴ δὲν ἀνταποκρίθηκες. Παράλληλα
θὰ νοιώσεις ἀγάπη καὶ πόνο γιὰ τὸν ἀδελφὸ ποὺ δὲν εἶχε τὶς δικές σου εὐκαιρίες
καὶ θὰ κάνεις γι’ αὐτὸν καρδιακὴ προσευχή.
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ κάνουν ἐγκλήματα μεγάλα,
ἀλλὰ ἔχουν πολλὰ ἐλαφρυντικά. Ποιὸς ξέρει οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ πῶς εἶναι στὰ μάτια
τοῦ Θεοῦ; Ἐὰν δὲν μᾶς βοηθοῦσε ὁ Θεός, μπορεῖ καὶ ‘μεῖς νὰ ἤμασταν ἀλῆτες.
Κάποιος ἐγκληματίας ἔκανε λ.χ. εἴκοσι ἐγκλήματα καὶ τὸν κατακρίνω καὶ δὲν
σκέφτομαι τί παρελθὸν ἔχει. Ποιὸς ξέρει πόσα ἐγκλήματα ἔκανε ὁ πατέρας του!… Ἀπὸ
μικρὸ παιδὶ τί κλοπὲς θὰ τὸν ἔβαζαν νὰ κάνει! Ὕστερα, ὅταν ἦταν νέος, πόσα
χρόνια θὰ ἔζησε μέσα στὶς φυλακὲς καὶ θὰ καθοδηγήθηκε ἀπὸ ἄλλους ἔμπειρους
φυλακισμένους. Αὐτὸς θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε κάνει ὄχι εἴκοσι ἀλλὰ σαράντα ἐγκλήματα
καὶ συγκρατήθηκε. Ἐνῶ ἐγὼ μὲ τὴ κληρονομικότητα καὶ τὴν ἀγωγὴ ποὺ εἶχα, θὰ ἔπρεπε
τώρα νὰ ἔκανα θαύματα. Ἔκανα; Ὄχι. Ἄρα εἶμαι ἀναπολόγητος. Ἀλλά, ἀκόμη καὶ εἴκοσι
θαύματα ἂν ἔκανα, ἐνῶ μποροῦσα νὰ κάνω σαράντα, πάλι θὰ ἤμουν ἀναπολόγητος. Μὲ
αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς διώχνουμε τὴν κατάκριση καὶ ἀνοίγουμε μιὰ ρωγμὴ στὴν
σκληρὴ καρδιά μας.