Η σημασία λοιπόν και το έργο του ιερέα ήταν και είναι μεγάλη. Γι’ αυτό ο Θεός λαμβάνει ειδική πρόνοια γι’ αυτούς και απαιτεί από το λαό υπακοή και σεβασμό σ’ αυτούς. «Μη άπτεσθε των χριστών μου και εν τοις προφήταις μου μη πονηρεύεσθε», διατάσσει· και πάλιν, «άρχοντα του λαού σου ούκ ερείς κακώς» (Πράξ. κγ’ 5). Το συμπέρασμα είναι ότι ο ιερέας είναι το τιμιότερο και ιερότερο και αξιότερο και γενικά το πιο αξιόπιστο πρόσωπο για να αποκαλύψει ο Θεός τις βουλές του και ακόμα να μεταδώσει τον εαυτό του και όλες του τις θείες χάριτες στον άνθρωπο και την κτίση.
Η εκλογή αυτή και προτίμηση του Θεού στον ιερέα σαν το εκλεκτό του όργανο δεν είναι κάτι το μηχανικό που θα υποχρέωνε τον ιερέα σε μια ακούσια και καταναγκαστική διακονία. Γιατί χρειάζεται και η από μέρους του ιερέα επάξια ανταπόκριση. Πράγματι, δεν είναι υπερβολή να ομολογήσουμε ότι και η ανθρωπότητα με τη σειρά της ανταποκρίθηκε ευγνώμονα στο δημιουργό της και στη διάρκεια των αιώνων παρέστησε μπροστά Του σαν φορείς του μεγίστου δωρήματος της Ιερωσύνης τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες, τις πιο καθαρές και αγνές υπάρξεις, που με αυταπάρνηση και υπακοή εκπλήρωσαν το μεγάλο τους αυτό λειτούργημα και συνεχίζουν, με τη Χάρη του Θεού, να συγκρατούν και να διακονούν αυτήν την υπερφυσική θεία ένωση του θείου με την κτίση, του Πλάστη με τα πλάσματα του. Το γνώρισμα αυτών των προσώπων ήταν η προς το Θεό ευσέβεια, ο διακαής ζήλος για το θέλημα του Θεού και η ακούραστη ενέργεια και προσπάθεια να διδάξουν, να οδηγήσουν και να στηρίξουν το λαό του Θεού. Ήταν τα καθαρά και αγιασμένα σκεύη της θείας Χάρης, τα δεκτικά και χωρητικά δοχεία του θείου φωτισμού που μετάδιδαν στον κόσμο, έτοιμοι να θυσιαστούν για το θέλημα, «πορευόμενοι άμεμπτοι εν πάσαις ταίς οδοίς αυτών».
Πριν προχωρήσουμε θα πρέπει να σημειωθεί ότι όχι μόνο οι ειδικά εκλεγμένοι από το Θεό προφήτες και ιερείς είχαν το καθήκον να προσφέρουν θυσίες και ευλογίες και να φανερώνουν τις θείες βουλές, αλλά και κάθε ευλαβική ψυχή που αισθανόταν την επίδραση της θείας Χάρης να την ωθεί στη θεοσέβεια και λατρεία. Εκτός δηλ. από την ειδική ιερωσύνη των «χριστών Κυρίου», των ιερέων, υπάρχει και η γενική ιερωσύνη που ανήκει σ’ όλο το λαό, τον οποίο η Αγία Γραφή ονομάζει «βασίλειον ιεράτευμα» (Εξοδ. ιθ’ 6. Αποκαλ. α’ 6. ε’ 10). Πράγματι, τι άλλο ήταν ο πρωτοδίκαιος και πρωτομάρτυς Άβελ παρά ιερέας και θύμα μαζί, προσφέροντας την αγνή και καθαρή θυσία του στο Θεό, που γι’ αυτή θυσιάστηκε και ο ίδιος και πέθανε; Τί άλλο ήταν ο δίκαιος Ενώχ που προφήτεψε στις μέρες του και που γι’ αυτόν μαρτυρείται ότι άρεσε στο Θεό και γι’ αυτό μετατέθηκε χωρίς να γνωρίσει θάνατο, προοριζόμενος να μαρτυρήσει -σύμφωνα με μία παράδοση- στις έσχατες μέρες της μεγάλης δοκιμασίας της Εκκλησίας, όταν η πίστη θα έχει ατονίσει; Αλλά και ο Μελχισεδέκ που μένει στο διηνεκές σαν τύπος του Χριστού, κατά τον Παύλο, και που ευλόγησε τον Αβραάμ και το σπέρμα του, δηλ. τους λοιπούς Πατριάρχες, «ιερεύς του Θεού του υψίστου» ονομάζεται στην Αγία Γραφή (Γεν. ιδ’ 18) πολύ πριν καθιερωθεί από το Θεό με το Μωυσή η ειδική ιερωσύνη των «χριστών Κυρίου». (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)