Η κ. Πηνελόπη διστακτικά προχώρησε. Τα μάγουλά της ήταν λίγο κοκκινισμένα.
«Πάτερ», είπε γέρνοντας λίγο προς τον ιερέα. «Πάτερ, θέλω έπειτα κάτι να σας
ρωτήσω, που καιρό τώρα με απασχολεί και με ενοχλεί. Σαν αγκάθι τριβελίζει μέσα
στο μυαλό μου. Κι ιδιαιτέρως σήμερα, δεν ξέρω γιατί, ήταν αυτό που απορρόφησε
τόσο τη σκέψη μου, σαν λογισμός εκ του πονηρού σχεδόν, που δεν μπορούσα να
συγκεντρωθώ και στη Θεία Λειτουργία».
«Τι συμβαίνει, κ. Πηνελόπη;» είπε ψιθυριστά σχεδόν και ο ιερέας. «Θέλετε να
ρωτήσετε τώρα, ή λίγο αργότερα, όταν φύγουν οι πολλοί;»
Φύγανε οι πολλοί, έμειναν ελάχιστοι, ο ιερέας έμεινε με την κ. Πηνελόπη.
«Τι συμβαίνει, κ. Πηνελόπη;» είπε στην αγαθή γυναίκα, η οποία μπορεί να μην
ήξερε πολλά γράμματα, όμως στην καρδιά της είχε αναμμένο πυρσό αγάπης του Θεού.
«Τι σας απασχολεί»;
«Όπως σας είπα, πάει πολύς καιρός που μ’ ενοχλεί αυτό που ακούω, αλλά σήμερα
μου έχει καρφωθεί, όπως σας είπα, στο μυαλό. Λοιπόν, πατέρα μου, φταίτε… κι
εσείς για τον πειρασμό μου αυτόν, όπως και οι εκκλησιαστικοί σταθμοί που ακούω,
όταν δεν έρχομαι στον ναό και ακούω από ραδιοφώνου τη Λειτουργία».
Ο ιερέας στενοχωρήθηκε. Ο ίδιος να γινόταν αιτία πειρασμού σε μία τόσο αγαθή
γερόντισσα; Μία ρυτίδα αυλάκωσε για λίγο το μέτωπό του.
«Λοιπόν», συνέχισε η γυναίκα, «πρόκειται για κάτι που σχετίζεται με την Παναγία
μας. Νιώθω ότι μ’ αυτό που λέτε, όπως το λέτε, την… υποβαθμίζεται, την
προσβάλλεται – πώς να το πω; Και η Παναγία είναι Παναγία. Είναι το λατρευτό μας
πρόσωπο. Μετά τον Χριστό μας, όπως και σεις ο ίδιος λέτε, σ’ αυτήν
αναφερόμαστε. Θυμάμαι μάλιστα και τη φράση που συνεχώς μας λέτε: Θεός μετά
Θεό!»
Έπεφτε από τα σύννεφα ο παπάς. Υποβαθμίζει κ αυτός την… Παναγία και δεν το έχει
πάρει είδηση; Μα τι συμβαίνει; Δεν μίλησε. Άφησε την Πηνελόπη να ολοκληρώσει.
Η γυναίκα έκανε μία παύση. Σαν να δίσταζε να εκστομίσει τη… «βλασφημία»! Στο
τέλος είπε αποφασιστικά.
«Πάτερ, γιατί την Παναγία Μάνα μας, που είναι η Δέσποινα του Κόσμου, εσείς και
οι εκκλησιαστικοί σταθμοί τη λέτε «Δεσποινίς»;»
Κάτι άρχισε να καταλαβαίνει ο παπάς. «Πότε γίνεται αυτό, κ. Πηνελόπη μου;»
«Ε, να, τότε που λέτε «Της Παναγίας, αχράντου..», μετά αντί να πείτε Δέσποινας
λέτε, «Δεσποινίς»!!»
Ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε από τα χείλη του ιερέα και χαμογέλασε
πλατιά. Αγκάλιασε τη γερόντισσα και εξακολουθώντας να χαμογελά της είπε.
«Κυρία Πηνελόπη μου, φταίει που δεν ξέρετε καλά τη γραμματική της ελληνικής γ λ
ώ σ σ η ς», είπε και τόνισε ιδιαιτέρως το «γλώσσης». Είδατε τι μόλις είπα κ.
Πηνελόπη; Είπα όχι γλώσσας, αλλά γλώσσης. Είναι λάθος αυτό»;
«Όχι, πάτερ», μουρμούρισε η αγαθή γυναίκα, χωρίς να καταλαβαίνει την ερώτηση
του ιερέα.
«Να, τι συμβαίνει κ. Πηνελόπη. Στην αρχαία ελληνική, η Δέσποινα κάνει γενική
της Δεσποίνης και όχι της Δέσποινας. Όπως συμβαίνει και με το γλώσσα, με τη
θάλασσα και με ένα σωρό ακόμη λέξεις. Δεν θέλω να κάνουμε τώρα μάθημα
γραμματικής, αλλά δεν είναι λάθος αυτό που λέμε, κ. Πηνελόπη μου. Η Δέσποινα
είναι της Δεσποίνης, δηλαδή της Δέσποινας. Οπότε λέμε στην αίτηση: «Της
Παναγίας αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου», και όχι
«Δεσποινίς». Επειδή μάλλον λέμε την αίτηση με τρόπο εμμελή, λίγο τραγουδιστά
δηλαδή, ακούτε τον τόνο να κατεβαίνει στη λήγουσα που λέμε».
«Α!», είπε η κ. Πηνελόπη. «Να με συμπαθάτε, πάτερ, δεν ξέρω πολλά γράμματα, και
γι’ αυτό το είχα παρεξηγήσει. Συγγνώμη, πάτερ, που σας στενοχώρησα».
«Να είστε καλά, κ. Πηνελόπη. Ό,τι θέλετε να ρωτάτε κι αν μπορώ θα σας απαντώ.
Μάλλον όμως πρέπει κι εμείς οι ιερείς να προσέχουμε καλύτερα στο πώς λέμε τις
αιτήσεις και τις ευχές, για να μη δημιουργούνται προβλήματα…».