
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικολάου Δαλαγιώργου
Ἑβδομήντα καὶ
πλέον χρόνια ἔχουν παρέλθει ἀπὸ τὶς τραγικὲς ἐκεῖνες ἡμέρες τῆς καταλήψεως τῶν Ἀθηνῶν
καὶ ὁλόκληρής της Ἑλλάδας ἀπὸ τὰ χιτλερικὰ στρατεύματα κατοχῆς. Μέσα ὅμως σὲ μιὰ
ἀτμόσφαιρα θλίψεως καὶ ὀδύνης ἀναδείχθηκαν μορφὲς ἡρωικὲς ποὺ χαλύβδωσαν τὸ φρόνημα
τῶν Ἑλλήνων καὶ ὕψωσαν τὴ σημαία τῆς ἀντίστασης κατὰ τοῦ κατακτητῆ. Ἀπὸ τὶς πρῶτες
ἡρωικὲς πράξεις ἀντίστασης εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τῶν κατακτητῶν ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο
Ἀθηνῶν Χρύσανθο Φιλιππίδη, τὸν ἀπὸ Τραπεζοῦντος. Μορφὴ ἡρωικὴ ποὺ προσέφερε ἀνυπολόγιστες
ὑπηρεσίες στὸ ποίμνιό του στὴ περιφέρεια Τραπεζοῦντος, τὸ ὁποῖο κατόρθωσε, μὲ
δικές του ἐνέργειες νὰ διασώσει ἀκέραιο ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς τῶν Νεοτούρκων καὶ τὶς
σφαγὲς τοῦ ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ ποὺ ἀκολούθησαν μετὰ τὸν Ἃ' Παγκόσμιο Πόλεμο καὶ
τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφή. Μετὰ ἀπὸ ἔντονο διπλωματικὸ ἀγώνα γιὰ τὰ δίκαιά του
Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ μεγάλη διεθνῆ δραστηριότητα ὡς Ἀποκρισάριος τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου στὴ Ἀθήνα, πλήρης σεβασμοῦ καὶ ἀναγνωρίσεως ἀναδεικνύεται Ἀρχιεπίσκοπος
Ἀθηνῶν τὸ 1939, ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἐπιτελέσει τὸ χρέος τῆς Ἐκκλησίας στὶς δύσκολες ἀλλὰ
καὶ ἡρωικὲς στιγμὲς τοῦ Ἑλληνισμοῦ ποὺ ἀκολούθησαν. Ἀπαύγασμα τῆς λάμψης καὶ τοῦ
μεγαλείου του ἀνδρὸς

εἶναι ἡ στάση τοῦ ἀπέναντι στοὺς Γερμανοὺς κατὰ τὴν εἴσοδό
τους στὴν Ἀθήνα καὶ τὰ δύσκολα χρόνια της κατοχῆς ποὺ ἀκολούθησαν. Οἱ ἱστορικὲς
ἀναφορὲς καὶ λεπτομέρειες ποὺ ἀναφέρονται, φανερώνουν τὴν ὑψηλὴ προσφορὰ τοῦ
κλήρου καὶ τῆς Ἐκκλησίας μας σὲ καιροὺς κρίσιμους.
Τὴ 16η
Νοεμβρίου 1940 ὁ Χρύσανθος καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπευθύνουν ἔκκληση πρὸς τὶς
ἁπανταχοῦ της οἰκουμένης χριστιανικὲς Ἐκκλησίες. Καταγγέλλει τὴν ἀπρόκλητη ἐπίθεση
τῆς φασιστικῆς Ἰταλίας (ἀνήμερα μάλιστα στὴν ἑορτὴ τῆς Παναγίας), ἀπαριθμεῖ τὶς
βαρβαρότητες τῶν ἐπιτιθεμένων καὶ τοὺς καλεῖ «νὰ ἀναλάβητε ζῆλον Χριστοῦ
καὶ νὰ διαμαρτυρηθῆτε καὶ κινηθῆτε καὶ νὰ κινήσητε τοὺς λαοὺς ὑμῶν ἀξίως τοῦ ἀδικήματος,
ἴνα μάθωσι πάντες ὡς κοινὸν ἐχθρὸν νὰ νομίζωσι τὸν ἅρπαγα...».
Στὶς 6 Ἀπριλίου 1941 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος μὲ πρόεδρο τὸν Χρύσανθο ἀπευθύνει
διάγγελμα πρὸς τὸν ἠρωικῶς μαχόμενο φιλοχριστὸ Ἑλληνικὸ Στρατό. Μεταξὺ ἄλλων τὸ
διάγγελμα ἀνέφερε:
«Τέκνα ἐν Κυρίω ἀγαπητά, ἀπὸ τῆς
σήμερον ἡμέρας καὶ ἕτερος ἐχθρός, ἡ Χιτλερικὴ Γερμανία, ἀδίκως καὶ ἀνανδρως
ἐπιτίθεται κατὰ τῆς ἱερᾶς ἠμῶν Χώρας... Αἳ δυνάμεις τῆς ὕλης καὶ τοῦ σκότους
συνώμοσαν κατὰ τῆς δυνάμεως τοῦ πνεύματος καὶ τοῦ φωτός. Ἀλλ' ὁ μέγας Θεός,
ὅστις εἶναι Πνεῦμα, Φῶς καὶ Ζωή, δὲν θὰ ἐπιτρέψη τὴν Βασιλείαν τοῦ σκότους...
θὰ συντρίψει καὶ τὸν ἐκ Γερμανίας Ἑκατόχειρα Τυφυέα (sic), καὶ θὰ ἀνατείλη καὶ
πάλιν... τὸν ἥλιον τῆς Δικαιοσύνης καὶ Ἀληθείας...».
Μὲ τὴ λήξη τῆς μάχης τῶν ὀχυρῶν καὶ τὴ συνθηκολόγηση τοῦ ἑλληνικοῦ
Στρατοῦ τῆς Ἠπείρου, οἱ Γερμανοί, χωρὶς οὐσιαστικὴ ἀντίσταση, κατευθύνονται
ταχύτατα πρὸς τὴν Ἀθήνα. Ἡ εἴσοδος τοὺς ἀναμενόταν γιὰ τὶς 27 Ἀπριλίου, ἤδη
ὅμως ἀπὸ τὶς 24 Ἀπριλίου εἶχαν ἀρχίσει οἱ προετοιμασίες γιὰ τὴν ὑποδοχή τους. Ὁ
ἴδιος ὁ Χρύσανθος σημειώνει στὸ ἡμερολόγιο τοῦ ἐκείνη τὴν ἡμέρα: «Ἔρχονται

εἰς
ἐπίσκεψίν μου ὁ Νομάρχης Ἀττικοβοιωτίας κ. Πεζόπουλος καὶ ὁ Δήμαρχος κ. Πλυτᾶς
κατ' ἐντολὴν τοῦ Ὑφυπουργοῦ Ἀσφαλείας κ. Μανιαδάκη διὰ νὰ μοὶ εἰποῦν ὅτι μετὰ
τῶν ἀνωτέρω δύο καὶ τοῦ Φρουράρχου Ἀθηνῶν Στρατηγοῦ Καβράκου θὰ παραδώσωμεν τὴν
πόλιν εἰς τοὺς Γερμανούς. Ἀπήντησα ὅτι εἰς τὸ ἔργον τοῦτο οὐδεμίαν θέσιν ἔχει ὁ
Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν... ἔργον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου εἶναι ὄχι νὰ ὑποδουλώνη ἀλλὰ νὰ
ἐλευθερώνη». «Ἐγὼ εἶμαι πνευματικὸς ἀρχηγὸς τῆς Πρωτευούσης. οἱ ἐπερχόμενοι
Γερμανοὶ καὶ οἱ σύμμαχοι αὐτῶν εἶναι ἑτερόδοξοι. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ παραδώσω
τὴν πνευματικὴν διοίκησιν τῆς Ὀρθοδόξου πρωτευούσης εἰς ἑτεροδόξους;» Στὴν κατάσταση αὐτὴ δέχεται τὴν πρόσκληση τοῦ Δημάρχου Πλυτᾶ, διὰ μέσου
κάποιου κλητήρα, ὅτι οἱ Γερμανοὶ στρατηγοὶ θέλουν νὰ μεταβεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
στὴ Μητρόπολη, γιὰ νὰ τελέσουν δοξολογία ἐπὶ τῇ ἀφίξει τους στὴν Ἀθήνα. «Ὁ πάντοτε εἰρηνικὸς καὶ γαλήνιος Ἀρχιεπίσκοπος»,
σημειώνει ὁ πρωτοσύγκελλος τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς ἀρχιμανδρίτης Γερβάσιος
Παρασκευόπουλος, «ἀποτόμως συνωφρυώθη, ἠγέρθη καὶ ἐν θυμῶ καὶ ὀργή, μὲ
τόνο φωνῆς, ὃν ἀδυνατῶ νὰ ἀποδώσω, ἀπάντησε:- Ποιὸς εἶσαι σύ; Πήγαινε, φύγε ἀμέσως...», καὶ
στὴν ἐρώτησή του: τί νὰ ἀπαντήσω στὸν κ. Δήμαρχο; τοῦ ἁπαντὰ «νὰ εἰπῆς ὅτι σὲ ἔδιωξα».
Ἡ τρίτη
μεγάλη πρόκληση γιὰ τὸν Χρύσανθο ἦταν στὶς 29 Ἀπριλίου, ὅταν
προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν
Πλάτωνα Χατζημιχάλη (Ὑπουργὸ Ἐθν. Οἰκονομίας τῆς κατοχικῆς Κυβέρνησης) νὰ ὁρκίσει
τὴν ἑπομένη τὴ δοτὴ στοὺς Γερμανοὺς Κυβέρνηση Τσολάκογλου. Τοῦ ἀπάντησε: «Λυποῦμαι πολὺ διότι διὰ συμβολαίου καὶ ἐντολὴ
τῶν Γερμανῶν σχηματίζεται Κυβέρνησις καὶ ἰδίως διότι μετέχει αὐτῆς ὁ κ.
Χατζημιχάλης (σ.σ. ἐπίτροπος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Μεταμορφώσεως Πλάκας), τὸν ὁποῖον ἐθεώρουν τίμιον Ἕλληνα. Σὲ
νέα πίεση τῆς Κυβερνήσεως νὰ προσέλθει στὴν ὁρκωμοσία, ὁ Χρύσανθος ἀπάντησε: «Ἡ
Ἐθνικὴ Κυβέρνησις, τὴν ὁποίαν ὤρκισα, ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται καὶ νὰ συνεχίζη
τὸν πόλεμον. Ἄλλην Κυβέρνησιν δὲν δύναμαι νὰ ὁρκίσω, ...εἰς τοιαύτας ὑπόπτους
καὶ ἀντεθνικᾶς ἐνεργείας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δώση ἡ Ἐκκλησία τὸν ὅρκον καὶ τὴν
εὐλογίαν της. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ μένη μακρὰν ἀπὸ τοιαῦτα πράγματα».
Ἤδη ἀπὸ τὶς
2 Ἰουνίου, ἡ Γκεστάπο καὶ οἱ Ἕλληνες συνεργάτες τῆς εἶχαν ἀποφασίσει τὸν τρόπο ἀποπομπῆς
τοῦ Χρυσάνθου. Στὶς 18 Ἰουνίου ἐκδόθηκε ἡ Ἐφημερὶς τῆς Κυβερνήσεως μὲ τὴν
Συντακτικὴ Πράξη τῆς γερμανόδουλης Κυβερνήσεως Τσολάκογλου, διὰ τῆς ὁποίας
«παύεται» οὐσιαστικὰ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος. Ἀπὸ τὴν ἐκθρόνισή του καὶ καθ' ὅλη
τὴ διάρκεια τῆς Κατοχῆς ὁ Χρύσανθος περιορίζει τὶς δραστηριότητές του στὸ μικρὸ
οἰκίσκο τῆς ὁδοῦ Σουμελᾶ 3 στὴν Κυψέλη, ἀπὸ τὴν ὁποία «δὲν ἐπέτρεψεν εἰς ἐαυτὸν
οὐδὲ βῆμα ποδὸς νὰ ἐξέλθη», μὴ θέλοντας νὰ ἐνοχλήσει τὴ νέα ἐκκλησιαστικὴ καὶ
πολιτικὴ κατάσταση. «Ἀποφασίζω
νὰ δοξάσω τὸν θεὸν πάντων ἕνεκεν καὶ νὰ
παραμένω παρακολουθῶν τοὺς πόνους καὶ τὰς ταλαιπωρίας, τὴν πεῖναν καὶ τὰς
στερήσεις τοῦ ταλαιπώρου λαοῦ μας καὶ νὰ συμπάσχω μετ' αὐτοῦ», ἔγραφε στὸ ἡμερολόγιό
του στὶς 18 Ἰουλίου 1941.
Ἡ ἀπήχηση ποὺ
εἶχε ἡ ἡρωικὴ στάση τοῦ Χρυσάνθου ἐκδηλώνεται μὲ τὸ μεγάλο σεβασμὸ καὶ τὴν ἀναγνώριση
τῆς προσφορᾶς του ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ λαό, ποὺ ξέρει νὰ τιμᾶ τοὺς ἀληθινοὺς
ποιμένες του καὶ νὰ ἀκολουθεῖ τὸ παράδειγμά τους. Ἡ ὠφέλεια ὅμως εἶναι μεγάλη
καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία ἡ ὁποία ἀποδεικνύεται γιὰ ἄλλη μία φορὰ πὼς ξέρει
νὰ συνεχίζει τὴν παράδοση τῶν μεγάλων μαρτυρικῶν ἱεραρχῶν, ὅπως του Γρηγορίου τοῦ Ε', τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης καὶ τόσων ἄλλων, καὶ γνωρίζει νὰ ἐπιτελεῖ τὴν
ὑψηλὴ ἀποστολή της σὲ καιροὺς χαλεπούς.