Κάποια αδελφή έλεγε κάποτε θλιμμένη στο στάρετς Ζωσιμα:
-Τι να κάνω, γέροντα, που νικιέμαι από τη
γλώσσα μου και φλυαρώ και ματαιολογώ; Στεναχωριέμαι πολύ γι’ αυτό και παίρνω
κάθε τόσο απόφαση να διορθωθώ, αλλά πάλι πέφτω.
-Να θυμάσαι ότι, όπως είπε ο Κύριος, για κάθε
περιττό μας λόγο θα μας ζητηθεί ευθύνη την ημέρα της Κρίσεως. Καταφύγε στη
βοήθειά Του. Και όποτε αμαρτάνεις να μετανοείς. Χίλιες φορές έπεσες; Χίλιες να
μετανοήσεις.
- Κάποιες φορές λέω κάτι χρήσιμο η ψυχωφελές.
Ενώ όμως αρχίζω με πνευματικούς λόγους, σε λίγο, χωρίς να το καταλάβω,
ξεγλιστράω στην αργολογια η την κατάκριση η την περιέργεια η τον
κομπασμό… Μετά από όλα αυτά με κυριεύει κατάθλιψη και αθυμία. Τι να κάνω;
Δεν μπορώ να διορθωθώ…
- Για να μάθεις να μιλάς καλά και
προσεκτικά, πρέπει πρώτα να μάθεις να σωπαίνεις, τη συμβούλεψε ο
γέροντας. Όσο θερμό κι αν είναι το κελί μας, αν ανοίγουμε συχνά τα
παράθυρα θα παγώσει. Κι αν ανοίγουμε κάθε τόσο ενα μπουκάλι με άρωμα,
σύντομα θα εξατμιστεί. Γι’ αυτό ο προφήτης
λέγει «εκωφώθην και εταπεινώθην και εσίγησα εξ αγαθών» (Ψαλμ.
Λή’2). Ακούς; «εσίγησα εξ αγαθων». Αποφάσισα δηλαδή να μην ξεστομίζω
ούτε αγαθούς λόγους. Και τότε,
συνεχίζει, «εθερμάνθη η καρδια μου εντος μου».
Όπως γράφει ο Κάλλιστος Καταφυγιωτης, ο
καλός λόγος είναι κατώτερος από τη σιωπή με διάκριση. Βέβαια, κι από τη σιωπή
του στόματος ανώτερη είναι η σιωπή του νου-τόσο ανώτερη, όσο και η ψυχή από το
σώμα. Γιατί είναι δυνατό, ενώ τηρείται σιωπή του στόματος, εσωτερικά ο νους να
σχηματίζει λογισμούς και νοήματα.
Απόσπασμα από το Βιβλίο
«Το γεροντικό του Βορρά» του Πέτρου
Μπότση