Στη χριστιανική ζωή μιλούμε συχνά για πνευματικότητα και για πνευματικούς ανθρώπους. Αλλά ποιοί ακριβώς είναι οι πνευματικοί άνθρωποι; Ας αφήσουμε τον Απ. Παύλο να μας τους περιγράψει. Είναι, λέγει, όσοι «πνεύματι Θεού άγονται», εκείνοι τους οποίους «ο νόμος του πνεύματος της ζωής εν Χριστώ Ιησού ηλευθέρωσε από του νόμου της αμαρτίας και του θανάτου» (Ρωμ. η’ 2, 14). Και συμπληρώνει, «όσοι πνεύματι Θεού άγονται, ούτοι είσιν υιοί Θεού», οίτινες «ουκέτι εαυτοίς ζώσιν, αλλά τω υπέρ αυτών αποθανόντι και εγερθέντι» (Ρωμ. η’ 14. Β’ Κορ. ε’ 15). Το καθήκον αυτό να γίνουμε, με τη Χάρη, πνευματικοί άνθρωποι αναφέρεται στον κάθε πιστό, ιδιαίτερα όμως στους ιερείς, γιατί αυτοί αποτελούν τους πνευματικούς οδηγούς των λοιπών ανθρώπων.
Πράγματι, αν μελετήσουμε τα ιστορούμενα από την Αγία Γραφή, θα διαπιστώσουμε ότι πάντοτε η ηγετική (πνευματική και διοικητική) εξουσία του λαού του Θεού (αλλά και όλων σχεδόν των άλλων λαών) συγκεντρωνόταν στους ιερείς, που είτε ως προφήτες, είτε ως Κριτές, είτε ως καθαυτό ιερείς εθεωρούνταν οι μόνοι ικανοί να καθοδηγούν το λαό, να αποκαλύπτουν τις βουλές του Θεού, και γενικά να αποτελούν τα μεσάζοντα πρόσωπα μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων. Ο θεσμός αυτός δεν ήταν εφεύρημα της ανθρώπινης αυταρχικότητας, όπως και τόσα άλλα συστήματα εξουσίας που δημιούργησε ο ανθρώπινος εγωισμός, αλλά επρόκειτο για σχέδιο της θείας βουλής, ώστε Αυτός ο ίδιος ο Θεός, διά του αντιπροσωπευτικού αυτού στοιχείου της ιερωσύνης και των οργάνων της, να επικοινωνεί και ενώνεται με τα πλάσματά του.
Λόγω της ατέλειας της ανθρώπινης φύσης, όπως αυτή περιορίστηκε μεταπτωτικά στα πιο στενά περιθώρια του πεπερασμένου, του φθαρτού, του θνητού, ήταν αδύνατο χωρίς τη θεία αποκάλυψη να μπορέσει ο άνθρωπος να διακρίνει και να γνωρίσει την αλήθεια, να γνωρίσει πόθεν έρχεται και που πηγαίνει, ποιος ο Δημιουργός του και ποιος ο προορισμός του. Είχε απωλέσει την άμεση επαφή με τη θεία Χάρη, είχε απωλέσει το φως της αληθινής γνώσης, τη θεία συνεργασία, γι’ αυτό παράπαιε στα σκοτάδια της πλάνης, τυφλός, ελεεινός, χαμένος και καταδικασμένος. Εδώ ακριβώς βρίσκει το νόημα της η ιερωσύνη· γιατί ο ιερέας είναι ακριβώς το όργανο που η θεία αγαθότητα θέλησε να χρησιμοποιήσει για να αποκαταστήσει την επαφή με τον άνθρωπο. Με αυτό, ως «χριστού Κυρίου» (που σήμαινε διαλεγμένος, χειροτονημένος από τον Κύριο), θα άκουε στο εξής η τυφλωμένη ανθρωπότητα που παράπαιε στο λαβύρινθο της πλάνης και της αγνωσίας το «τάδε λέγει Κύριος». Έτσι, ο ιερέας αποτέλεσε τον καλό αγωγό της μεταφοράς του θείου φωτισμού, της θείας επικοινωνίας, της θείας επέμβασης και σαν τέτοιος έμεινε αναντικατάστατος σ’ όλες τις περιόδους της προχριστιανικής και της χριστιανικής εποχής. (ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ)