Ας δούμε τώρα σε τι ακριβώς συνίσταται ο αγώνας που όλοι οι πιστοί καλούνται να διεξάγουν, πρωτοστατούντων των ιερέων. Είναι γεγονός ότι όλοι μας ξεκινούμε από μια μη χριστιανική ζωή· όλοι μας είμαστε αμαρτωλοί στο νου, στην προαίρεση, στην πράξη. Γι’ αυτό όλων μας ο αγώνας συνίσταται στο να «εκδυθώμεν» τον παλαιό άνθρωπο με τις πράξεις και τις επιθυμίες του, και να «ενδυθώμεν» τον καινό, τον «κατά Θεόν κτισθέντα»· να μεταμορφωθούμε, να υποστούμε την «καλήν αλλοίωσιν», να νεκρώσουμε το σώμα της αμαρτίας, για να ενδυθεί από μέσα μας ο Χριστός που στο βάπτισμα ομολογήσαμε και που «μορφούται» μέσα μας με την «εν Χριστώ» ζωή (Γαλ. δ’ 19).
Και ναι μεν «δυνάμει» φορέσαμε την εικόνα του επουράνιου ανθρώπου (Α’ Κορ. ιε’ 49) αντί εκείνης του χοϊκού που πριν από το βάπτισμα φέραμε· αλλά το «δυνάμει» πρέπει να γίνει και «ενεργεία», για να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα. Ο Πανάγαθος Κύριός μας, αφού με το σταυρό Του μας χάρισε την ελευθερία και την είσοδο στην αιώνια ζωή, μας δίδαξε και την πρακτική οδό που πρέπει απαραίτητα να διανύσουμε για να επιτύχουμε την «επαγγελίαν». Ο Πανάρετός Του βίος αποτελεί το μέτρο και το κριτήριο, τον απαράβατο κανόνα ζωής των πιστών για όλες τις εποχές· είναι η λεγόμενη «πρακτική» που οι Πατέρες χαρακτηρίζουν σαν «θεωρίας επίβασιν». Τα λόγια του Λουκά «ήρξατο ο Ιησούς ποιείν τε και διδάσκειν» (Πράξ. α’ 1) αποτελούν το άριστο παράδειγμα συνδυασμού θεωρίας και πράξης.
Ας θυμηθούμε όμως την περιγραφή που κάμνει ο Παύλος για τον «χοϊκόν», τον «παλαιόν άνθρωπον», το «σώμα της αμαρτίας», για να διαπιστώσουμε τι είμαστε και τι υπάρχει μέσα μας, και άρα ποιόν αγώνα έχουμε να διεξάγουμε. «Οίδαμεν -λέγει- ότι ο νόμος πνευματικός έστιν εγώ δε σαρκικός είμι, πεπραμένος υπό την αμαρτίαν. Ο γάρ κατεργάζομαι ου γινώσκω· ου γάρ ο θέλω τούτο πράσσω, άλλ’ ο μισώ τούτο ποιώ… Νυνί δε ουκέτι εγώ κατεργάζομαι αυτό, άλλ’ η οικούσα εν εμοί αμαρτία. Οίδα γάρ ότι ουκ οικεί εν εμοί, τουτ’ έστιν εν τη σαρκί μου, αγαθόν το γάρ θέλειν παράκειταί μοι, το δε κατεργάζεσθαι το καλόν ούχ ευρίσκω· ού γάρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, άλλ’ ο ου θέλω κακόν πράσσω…». Και συνεχίζει «Ευρίσκω άρα τον νόμον τω θέλοντι εμοί ποιείν το καλόν, ότι εμοί το κακόν παράκειται· συνήδομαι γάρ τω νόμω του Θεού κατά τον έσω άνθρωπον, βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου». Και καταλήγει στο πένθιμο δίλημμα: «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ. ζ’ 14-24).
Η περιγραφή αυτή μαρτυρεί τη διαστροφή που υποστήκαμε από την αμαρτία, και τη θλιβερή καταστροφή του «κατ’ εικόνα και καθ’ όμοίωσιν». Ο Παύλος εδώ αποκαλύπτει τη δύναμη της αμαρτίας που βρίσκεται μέσα μας και που όχι μόνο πείθει, αλλά και εκβιάζει την ανθρώπινη θέληση. Την ίδια διαπίστωση βρίσκουμε και στη Γένεση, όπου αναφέρεται ότι η διάνοια του ανθρώπου επιμελώς κείται «επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού» (Γέν. η’ 21). (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)