«Εάν εμοί διακονή τις, εμοί ακολουθείτω, και όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται· και εάν τις εμοί διακονή, τιμήσει αυτόν ο Πατήρ», λέγει ο Χριστός (Ίω. ιβ’ 26). Και προστακτικά παραγγέλλει: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» (Ματθ. κη’ 19). Καλεί ο Χριστός τους μαθητές του να γνωρίσουν σε κάθε άνθρωπο την αλήθεια. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να γίνουμε, προπαντός οι ιερείς, «τοις πάσι τα πάντα» (Α’ Κορ. θ’ 22), διότι «Έλλησί τε και βαρβάροις, σοφοίς τε και ανοήτοις, οφείλεται εσμέν (Ρωμ. α’ 14). Σύμφωνα με το παράδειγμα του Χριστού, του «αρχηγού της σωτηρίας» μας, να γίνουμε ζωντανό παράδειγμα της διδαχής μας, αποδεικνύοντας ότι αυτά που παραγγέλλουμε είναι κατορθωτά και εφαρμόσιμα. Όπως η πίστη χωρίς τα έργα είναι σύμφωνα με το θείο Ιάκωβο νεκρή, έτσι και η διδασκαλία είναι άψυχη, αν δε βιωθεί πρώτιστα από εκείνο που τη διδάσκει.
Ύστερα, δεν είμαστε κήρυκες και διδάσκαλοι κάποιας ανθρώπινης θεωρίας, κάποιου φιλοσοφικού η κοινωνικού συστήματος, αλλά διδάσκουμε «σοφίαν Θεού εν μυστηρίω, την αποκεκρυμμένην» (Α’ Κορ. β’ 7). Αποκαλύπτουμε στους ανθρώπους το Θεό και το μυστήριο της σωτηρίας. Ευαγγελιζόμαστε τη δωρεά της Θείας Χάρης, την κατάργηση του θανάτου, την ανάσταση της θνητής μας φύσης, την κατάργηση της εξουσίας του διαβόλου και την αιώνια βασιλεία του Θεού που είναι το τέρμα κάθε πόθου, κάθε σκέψης και νοσταλγίας. Όλα αυτά αποτελούν το κύριο καθήκον του ιερέα. Το «ποίμενε τα πρόβατά μου» και το «βόσκε τα αρνία μου», που λέχθηκε από το Χριστό στον Πέτρο (Ίω. κα’ 15-17), επαναλαμβάνεται στον κάθε ιερέα.
Η εμπειρία του αόρατου πολέμου, η γνώση των μυστηρίων της Χάρης, οι μορφές και ενέργειες της πλάνης, οι χαρακτήρες των ανθρώπων, οι τρόποι της οικονομίας στη διαποίμανση των ψυχών πρέπει να είναι κτήμα των ιερέων, διότι πως είναι δυνατό να διδαχθεί κάποιος μια τέχνη από έναν αδαή; Η «πανοπλία» της χάρης, όπως την περιγράφει ο Παύλος (Έφεσ. στ’ 11-18) είναι απαραίτητη, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει ο στρατηγός -ιερέας να πολεμήσει νικηφόρα εναντίον των αρχών και εξουσιών, των κοσμοκρατόρων του «σκότους του αιώνος τούτου». Και εάν με όλους τους τρόπους προσπαθήσει ο ιερέας και δεν μπορέσει να γυρίσει πίσω ένα πλανεμένο και άρρωστο πρόβατο, τότε θα πρέπει, με την εξουσία της χάρης που έχει περιβληθεί, να έχει τη δύναμη ν’ απευθυνθεί σ’ αυτό και να μιλήσει με αυθεντία λέγοντας, «εν τω ονόματι Ιησού Χριστού γίνου υγιής» η «έξελθε από το βάραθρον εις το οποίον έπεσες» η «αφέωνταί σου αί αμαρτίαι» η «ανάβλεψε από την πώρωσιν της αναισθησίας σου» η το και σπουδαιότερο, «ανάστα από της νεκρώσεως, όπου αί παντοειδείς αμαρτίαι σε ωδήγησαν». Ναί, αδελφοί μου, αυτά είναι τα καθήκοντα και τα γνωρίσματα του ιερέα, του κατεξοχή πνευματικού ανθρώπου, που πρέπει να «ανακρίνη μεν πάντα», ενώ αυτός «ύπ’ ουδενός ανακρίνεται» (Α’ Κορ. β’ 15).
Εάν ο απλός πιστός δεν μπορέσει να φθάσει στο πνευματικό αυτό ύψος, τούτο δε θα παρεμποδίσει την Εκκλησία στο έργο της τόσο όσο όταν ο ιερέας αποτύχει στην αποστολή του. Διότι ο ιερέας είναι πατέρας που αναγεννά, φωστήρας που φωτίζει, παιδαγωγός που καθοδηγεί, γιατρός που θεραπεύει˙ αν λοιπόν δεν είναι τέτοιος, πως θα φωτίσει και θεραπεύσει και καθοδηγήσει τους άλλους; Τότε ασφαλώς θ’ ακούσει από τον Κύριο το, «ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν πρώτον» (Λουκ. δ’ 23) και το φοβερό ελεγκτικό λόγο· «Ινατί συ εκδιηγεί τα δικαιώματά μου και αναλαμβάνεις την διαθήκην μου διά του στόματος σου; συ εμίσησας παιδείαν και εξέβαλες τους λόγους μου εις τα οπίσω» (Ψαλμ. 49: 16-17). (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)