Μεγάλη καὶ φοβερὴ εἶναι αὐτὴ ἡ ἐντολὴ τοῦ
Χριστοῦ. Ὅλοι μας, ἀρχίζοντας ἀπὸ μένα, συνεχῶς
κρίνουμε καὶ κατακρίνουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ γι’ αὐτὸ θὰ δώσουμε λόγο στὴ
Φοβερὰ Κρίση τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Θὰ μᾶς κρίνει Αὐτὸς διότι καὶ ἐμεῖς κρίνουμε
τοὺς ἄλλους, ψάχνουμε νὰ βροῦμε στὸν πλησίον μας τὸ παραμικρὸ σφάλμα ἐνῶ τὶς
δικές μας ἁμαρτίες δὲν τὶς βλέπουμε καὶ οὔτε θέλουμε νὰ τὶς σκεφτόμαστε.
Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ
τοῦ λέει τὸ ἑξῆς: «Διὸ ἀναπολόγητος εἰ, ὢ ἄνθρωπε πᾶς ὁ κρίνων ἐν ὢ γὰρ κρίνεις
τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις· τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ κρίνων, οἴδαμεν δὲ ὅτι
τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ ἔστι κατὰ ἀλήθειαν ἐπὶ τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας. Λογίζη δὲ τοῦτο, ὢ ἄνθρωπε ὁ κρίνων τοὺς τὰ
τοιαῦτα πράσσοντας καὶ ποιῶν αὐτά, ὅτι σὺ ἐκφεύξη τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 2,
1-3).
Μεγάλη ἀλήθεια βρίσκεται σ’ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου
Παύλου. Δὲν προσέχουμε τὰ δικά μας ἐλαττώματα καὶ τὶς ἁμαρτίες,
ἐνῶ στοὺς ἄλλους βρίσκουμε πολλὰ σφάλματα. Ψάχνουμε νὰ τὰ βροῦμε καὶ ὅταν
τὰ βρίσκουμε, πᾶμε καὶ τὰ διαλαλοῦμε σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Ἔγινε πλέον κακὴ συνήθεια, μόλις μαθαίνουμε
κάτι γιὰ τὸν πλησίον μας, νὰ πηγαίνουμε καὶ νὰ τὸ διαλαλοῦμε παντοῦ. Ἡ γλώσσα μᾶς καίει καὶ σπεύδουμε νὰ ποῦμε στοὺς
ἄλλους αὐτὸ ποὺ εἴδαμε καὶ ἀκούσαμε. Ξεχνᾶμε ὅτι ἂν ἐμεῖς κρίνουμε τοὺς ἄλλους θὰ μᾶς
κρίνει καὶ ἐμᾶς ὁ Θεός. Ξεχνᾶμε ὅτι δὲν ἔχουμε κανένα δικαίωμα νὰ κρίνουμε τὸν
πλησίον διότι αὐτὸ δὲν εἶναι δική μας ὑπόθεση ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι Ὑπέρτατος
Κριτής, ὁ ὁποῖος μόνος γνωρίζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ μπορεῖ νὰ ἀποδώσει
δικαία κρίση. Ἐμεῖς ὅμως κατακρίνουμε τὸν πλησίον καὶ πολλὲς φορὲς μὲ πολὺ βαριὰ
λόγια. Δὲν σκεφτόμαστε ὅτι ὁ ἀδελφός μας μπορεῖ νὰ μετανόησε ἤδη καὶ νὰ τοῦ ἀφέθηκε
ἡ ἁμαρτία του, ἐπειδὴ μετανόησε βαθιά.
«Ὥστε μὴ πρὸ καιροῦ τί κρίνετε, ἕως ἂν ἔλθη ὁ
Κύριος, ὃς καὶ φωτίσει τὰ κρυπτά του σκότους καὶ φανερώσει τὰς βουλᾶς τῶν καρδιῶν,
καὶ τότε ὁ ἔπαινος γενήσεται ἐκάστω ἀπὸ τοῦ Θεοῦ» (Ἃ’ Κορ. 4, 5). Ἐμεῖς, ὅμως,
πάντοτε βιαζόμαστε νὰ κρίνουμε τοὺς ἄλλους καὶ δὲν περιμένουμε τὴν κρίση τοῦ
Χριστοῦ. Εἴμαστε κριτὲς τοῦ πλησίον καὶ ὄχι τοῦ ἐαυτοῦ μας.
Ἕνας σοφός του Ἰσραήλ, ὁ υἱὸς τοῦ Σειρὰχ εἶπε:
«ἀκήκοας λόγον; συναποθανέτω σου θάρσει, οὐ μὴ σὲ ρήξει» (Σείρ. 19, 10). Πολὺ
σπουδαία εἶναι αὐτὰ τὰ λόγια του. Ἐμεῖς ξεχνᾶμε ποτὲ τὰ σφάλματα τοῦ ἀδελφοῦ
μας; Πεθαίνει μαζί μας ὁ κακὸς λόγος; Ὄχι, ποτέ. Ἐμεῖς τὸν διαδίδουμε καὶ μ’ αὐτὸν
τὸν τρόπο γινόμαστε σὰν τὶς μύγες οἱ ὁποῖες κυκλοφοροῦν παντοῦ καὶ παντοῦ
μεταδίδουν τὴν μόλυνση. Πρέπει νὰ εἴμαστε ὄχι σὰν τὶς μύγες ἀλλὰ σὰν τὶς
μέλισσες οἱ ὁποῖες πετᾶνε ἀπὸ τὸ ἕνα λουλούδι στὸ ἄλλο μαζεύοντας τὸ μέλι. Καὶ ἐμεῖς
πρέπει νὰ μαζεύουμε τὸ μέλι δίνοντας σημασία μόνο στὸ καλὸ ποὺ ὑπάρχει στὸν ἀδελφό
μας.
Γι’ αὐτοὺς ποὺ κακολογοῦν καὶ κατακρίνουν τὸν ἀδελφό
τους ὁ ψαλμωδὸς καὶ προφήτης Δαβὶδ εἶπε: «τάφος ἀνεωγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν»
(Ψάλ. 5, 10). Ἀνοῖξτε ἕναν τάφο καὶ θὰ δεῖτε τί ἀκαθαρσίες ὑπάρχουν μέσα του καὶ
τί δυσοσμία. Ἡ ἴδια δυσοσμία, πνευματικὴ δυσοσμία, βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα μᾶς ὅταν
κατακρίνουμε τὸν πλησίον. Στὸν ἴδιο ψαλμὸ ποὺ διαβάζεται στὴν πρώτη Ὥρα ὁ
προφήτης λέει: «ἀπολεῖς πάντας τους λαλοῦντας τὸ ψευδὸς» (Ψάλ. 5, 7). Ἐμεῖς ὅμως
διώχνουμε αὐτοὺς ποῦ κακολογοῦν μπροστὰ μας τὸν πλησίον; Ὄχι, δὲν τοὺς
διώχνουμε ἂν καὶ ἔπρεπε νὰ τὸ κάνουμε.
Αὐτὸ ποὺ πρέπει ἐμεῖς νὰ κάνουμε εἶναι νὰ
δαμάσουμε τὴ γλώσσα μας. Ὅλοι εἴμαστε ἔνοχοι ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ ὅλοι ἔχουμε
πολλὲς ἁμαρτίες. Τὶς δικές μας ἁμαρτίες πρέπει νὰ προσέχουμε καὶ ὄχι τοῦ
πλησίον μας. Εἶπε ὁ ψαλμωδός: «οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν» (Ψάλ. 142,
3). Κανεὶς δὲν εἶναι δίκαιος ἐνώπιόν του Θεοῦ, ὅλοι εἴμαστε ἔνοχοι. Αὐτοὶ ποὺ
κατακρίνουν τοὺς ἄλλους, πολλὲς φορές, γίνονται καὶ συκοφάντες ἐπειδὴ τοὺς
κατηγοροῦν γιὰ κάτι ἀβάσιμο... (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)