Ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης, Ρώσος ιερεύς,
Πνευματικός και θερμουργός κήρυξ του Ευαγγελίου. Ήκμασε στα τέλη του περασμένου
αιώνος και στις αρχές του παρόντος. Προορατικός και θαυματουργός.
Ηναλώθη στην καθημερινή διακονία του πάσχοντος
λαού. Χριστομίμητος η αγάπη του. Αυτή η αγία αγάπη τον αναγκάζει να πη την
αλήθεια για την Ορθοδοξία που σώζει και για την αίρεση και ετεροδοξία που δεν
εξασφαλίζουν την σωτηρία.
Σύμφωνα με τους λόγους του αγίου Ιωάννου του
Χρυσοστόμου. «μόνο όποιος μετέχει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού
κατανοεί την αληθινή φύσι της Εκκλησίας». Ποιος άλλος, λοιπόν, κατενόησε
καλύτερα τι είναι η Εκκλησία του Χριστού από τον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης,
του οποίου την αγιότητα χαρακτήριζε η ευλαβεστάτη, συχνή και μάλιστα καθημερινή
τέλεσις της Θείας Λειτουργίας; Από αυτήν ενεπνέετο για την μεγάλη ποιμαντική
του διακονία. Αυτή ήταν η πηγή της υψηλής, εμπειρικής του θεολογίας.
Μεταδίδοντας καθημερινώς το Σώμα του Χριστού στον λαό, με τον φωτισμό του Αγίου
Πνεύματος έβλεπε τα όρια της Εκκλησίας και αγωνιζόταν σ’ όλη του την ζωή
εναντίων των αιρετικών και σχισματικών, οι οποίοι σοβαρώτατα αμάρτησαν
παραβαίνοντας την εντολή του Χριστού: «ίνα πάντες εν ώσιν» ( Ιω. Ιζ’ 21).
Ο άγιος Ιωάννης δεν εδημιούργησε συστήματα
Ορθοδόξου δογματικής, όπως και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο οποίος επίσης
δεν συστηματοποίησε την διδασκαλία του. Ωστόσο, οι σύγχρονοί του εύρισκαν σ’
αυτόν μία υψηλότατη και αλάθητη λύση των θεμάτων της πίστεως.
Ο σκοπός της ζωής για τον άγιο Ιωάννη είναι να
εισέλθωμε στο πλήρωμα της Χριστιανικής τελειότητος, της θεώσεως, προς την οποία
οδηγούμεθα με τον αγώνα προς τους «αοράτους εχθρούς», με την μετάνοια, με την απόκτησι
της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Από την εμπειρία ολοκλήρου της ασκητικής του
ζωής, ο άγιος Ιωάννης απεκόμισε την σκέψι ότι δια των ανθρωπίνων δυνάμεων είναι
αδύνατο να φθάσωμε τούτο το πλήρωμα: «Είναι απαραίτητο να ανήκωμε στην Εκκλησία
του Χριστού, της οποίας Κεφαλή είναι ο Παντοδύναμος Βασιλεύς, ο Νικητής του
Άδου, ο Ιησούς Χριστός. Η Βασιλεία Του είναι η Εκκλησία, η οποία νοείται ως
κοινωνία των αγίων, οι οποίοι μετετέθησαν στον ουρανό, και όλων των Ορθοδόξων
Χριστιανών, οι οποίοι αγωνίζονται επί της γης (1, σελ. 18), μαχόμενοι προς τας
αρχάς και εξουσίας και κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα
πνευματικά της πονηρίας… Ο μη Ορθόδοξος, ακόμη και μια μεγάλη μη ορθόδοξη
κοινότης, δεν μπορεί να στρατευθή στον πόλεμο αυτόν, χωρίς τον Χριστό ως Κεφαλή
του δεν μπορεί να κάνη τίποτε με τέτοιους πανούργους, οξυδερκείς εχθρούς, οι
οποίοι είναι συνεχώς άγρυπνοι και έχουν μάθει τέλεια την επιστήμη του πολέμου
τους.
Ο Ορθόδοξος Χριστιανός έχει δυνατή υποστήριξι
στον αγώνα αυτόν: πρώτα από τον Θεό και από τους αγίους Αθλητάς Του, οι οποίοι
ενίκησαν τους εχθρούς με την δύναμι της Χάριτος του Χριστού, και έπειτα από την
επί γης Ορθόδοξο Εκκλησία, από τους ποιμένας και διδασκάλους της και από την
κοινή προσευχή και τα μυστήρια. Η Εκκλησία του Χριστού, στην οποία ελέει Θεού
ανήκουμε κι’ εμείς, είναι ένας τέτοιος βοηθός στον αγώνα του Χριστιανού
εναντίον των αοράτων και ορατών εχθρών» (1, σελ. 52). (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)