Του Αγίου Γρηγορίου Του Διαλόγου
Όταν έφτασε ο καιρός που ο όσιος Βενέδικτος θα
έφευγε απ’ αυτή τη ζωή και θα πήγαινε στο θεό, πρόβλεψε ο ίδιος τη μέρα του
θανάτου του και την ανήγγειλε στους μαθητές του που ζούσαν μαζί του και σ’ εκεί
νους που έμεναν μακριά. στους τελευταίους μάλιστα φανέρωσε πως, με κάποιο
σημείο που θα γινόταν, θα μάθαιναν ότι η ψυχή του έβγαινε από το σώμα.
Έξι μέρες λοιπόν πριν από την κοίμησή του
πρόσταξε να του ανοίξουν το μνήμα. Αμέσως τον επίασε πολύ υψηλός πυρετός, που
του έψηνε κυριολεκτικά το σώμα. την έκτη μέρα έβαλε τους μαθητές του να τον
μεταφέρουν στο ναό.
Εκεί κοινώνησε τα άχραντα μυστήρια και, ενώ
υποβασταζόταν από τους μαθητές του, στάθηκε όρθιος, σήκωσε τα χέρια του στον
ουρανό κι έτσι, με υψωμένο βλέμμα και με λόγια προσευχής, παρέδωσε την
αγιασμένη ψυχή του.
Την ίδια στιγμή σε δύο αδελφούς, έναν που
έμενε στο μοναστήρι κι έναν άλλο που κατοικούσε μακριά, εμφανίστηκε το ίδιο
όραμα: Είδαν και οι δύο τους ένα θαυμαστό δρόμο, που εκτεινόταν από το κελί του
όσιου προς την ανατολή μέχρι τον ουρανό, όλον στρωμένο με λαμπρά ρούχα και
μεταξωτά. Υπέροχοι άνδρες, κρατώντας λαμπάδες στα χέρια, ανέβαιναν αργά-αργά
και με τάξη. Κοντά τους έστεκε κάποιος άλλος- λευκοφορεμένος άνδρας που
αστραποβολούσε. Αυτός ρώτησε τους δύο αδελφούς:
Γνωρίζετε τίνος είναι τούτος ο δρόμος που τον
κοιτάτε με τόσο θαυμασμό;
Δεν γνωρίζουμε, απάντησαν οι αδελφοί.
Αυτός, τους είπε εκείνος, είναι ο δρόμος από
τον όποιο ανεβαίνει στον ουρανό ο αγαπημένος του Θεού Βενέδικτος.
Μόλις συνήλθαν και οι δύο τους από το όραμα,
κατάλαβαν ότι άγιος είχε τελειώσει.