«Ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ
πλούσια». Αυτά τα θαυμάσια λόγια είναι παρμένα από το
τροπάρι του αγίου Νικολάου και λένε πως αυτός ο άγιος απέκτησε με την ταπείνωση
τα υψηλά, δηλαδή αξιώθηκε να πάρει μεγάλα πνευματικά χαρίσματα με την
ταπείνωση, και με τη φτώχεια πλούτισε την ψυχή του με ουράνιους θησαυρούς.
Αλλά αυτά τα λόγια είναι και γενικά σύμβολα
για την Ελλάδα και για την Ορθοδοξία, που είναι η θρησκευτική έκφρασή της. Το
«τη πτωχεία τα πλούσια» είναι παρόμοιο με το αρχαίο ρητό «καλλιτεχνούμεν
μετ εὐτελείας», που εξηγεί την απλότητα,
την λιτότητα που υπάρχει στην τέχνη μας, και γενικά σε όλα μας.
Πρώτα-πρώτα, η φύση μας είναι «τη πτωχεία
πλουσία», δηλαδή φαίνεται απ ἔξω φτωχή,
μα στο βάθος είναι πλούσια. Ένα μάτι που βλέπει μοναχά εξωτερικά και ξώπετσα,
δε μπορεί να νοιώσει το πνευματικό βάθος που υπάρχει πίσω από τα φαινόμενα. Η
ελληνική φύση είναι απλή και λεπτή: Βουνά που είναι σπανά τα περισσότερα, δίχως
δέντρα η με λιγοστά δεντράκια, μικρά λαγκάδια, ανάμεσα στις πλαγιές, ξεροπόταμα
με δάφνες, λυγαριές και λίγες ταπεινές ιτιές, κάμποι κίτρινοι, δίχως πολλές
πρασινάδες, αμπέλια κατάχλωρα, ακροθαλασσιές ήμερες, νησιά πολλά και ξέρες,
βράχοι σκουριασμένοι. Παντού λίγη βλάστηση, λίγος σκοίνος, μα τα λιγοστά δέντρα
και τα πολλά αγριόκλαρα είναι εκφραστικά στον υπέρτατο βαθμό, λες κ εἶναι ζωντανά πλάσματα, με ψυχή και με μιλιά.
Ένα δέντρο που στέκεται στην έρημη πλαγιά απομοναχιασμένο, η ένα άλλο
καμπουριασμένο απάνω από μία βρύση η δίπλα σ
ἕνα ρημοκκλήσι, θαρρείς πως είναι ζωντανοί άνθρωποι. Σ ἄλλο μέρος φαίνουνται από μακρυά δυό τρία
δέντρα μαζωμένα, με διάφορα σχήματα, και θαρρείς πως κουβεντιάζουνε μεταξύ
τους, αγναντεύοντας κάτω τον κάμπο η το γαλανό πέλαγο. Αλλού πάλι βλέπεις
περισσότερα δέντρα, ένα κοπάδι και σου φαίνουνται κι αυτά σαν ζωντανά. Δεν
είναι σαν εκείνα που βλέπει κανένας σε άλλες χώρες, ακαταμέτρητα, πυκνά,
απαράλλαχτα το να με τ ἄλλο, στοιβαγμένα το να κοντά στ
ἄλλο μέσα στα δάση, σαν νεκρά, σαν να βγήκανε από κανένα εργοστάσιο,
όπως τα σπιρτόξυλα μέσα στο κουτί, χωρίς φυσιογνωμία ιδιαίτερη, χωρίς έκφραση,
δίχως μυρουδιά. Όπως ο άνθρωπος χάνει τον εαυτό του μέσα σ ἕνα πλήθος ακαταμέτρητα, έτσι και το δέντρο η
ο,τι άλλο φυσικό κτίσμα, χάνεται μέσα στο ακαταμέτρητα διάστημα. Η φύση σ αὐτὲς τις χώρες είναι ακόμα σαν χάος, που
βαραίνει σαν βραχνάς την ψυχή του ανθρώπου.
Το ίδιο γίνεται και με τα μεγάλα βουνά που
υπάρχουνε στις ξένες χώρες, που είναι έξω από τα μέτρα του ανθρώπου, κ ἡ ματιά του δεν μπορεί να τα περιλάβει, ούτε
η ψυχή του να τα νοιώσει, κρυμμένα μέσα σε πυκνές αντάρες. Ενώ τα δικά μας τα
βουνά, θαρρείς πως είναι καμωμένα για τον άνθρωπο, λίγο πολύ στα μέτρα του.
Έχουνε κάποια εκφραστικά σχέδια, όπως προβάλλουνε το να πισ
ἀπὸ τ ἄλλο, ήσυχα, ξαπλωμένα στον
ήλιο, η γερμένα για να ξεκουραστούνε κατά το βασίλεμα, σαν τα βόδια που
κείτουνται στο χωράφι, αναχαράζοντας ειρηνικά, θαρρείς πως είναι άνθρωποι, σαν
τσομπαναρέοι, σαν τσελιγκάδες. Γι αὐτὸ και
τα θαυμάσια τραγούδια μας τα τραγουδήσανε, σαν να είναι κάποια ζωντανά
πλάσματα:
Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος τα δυό βουνά μαλώνουν
γυρίζ ὁ
γέρο Όλυμπος και λέγει του Κισσάβου...
η
Έχετε γεια ψηλά βουνά
και δροσερές βρυσούλες,
κι εσείς Τζουμέρκα κι Άγραφα,
παλληκαριών λημέρια.