Τί ἀξία ἔχει ἀδελφοί μου, ἐὰν
μιλῶ αἰώνια γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς αἰώνια σιωπᾶ; Μπορῶ ἄραγε νὰ ὑπερασπιστῶ τὸ
δίκαιό του Θεοῦ, ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν τὸ θέσει ὑπὸ τὴν προστασία Του; Μπορῶ νὰ ἀποδείξω
τὸν Θεὸ στοὺς ἄθεους ἐὰν ὁ Θεὸς κρύβεται;
Μπορῶ νὰ ἀγαπῶ τὰ παιδιά Του,
ἐὰν Αὐτὸς εἶναι ἀδιάφορος ἀπέναντι στὰ παθήματά τους;
Ὄχι. Τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν
μπορῶ. Οἱ λέξεις μου δὲν ἔχουν φτερὰ γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ὑψώσουν στὸν Θεὸ ὅλους
τους πεσμένους καὶ ξεπερασμένους ἀπὸ τὸν Θεὸ οὔτε ἔχουν φωτιὰ γιὰ νὰ ζεστάνουν
τὶς παγωμένες καρδίες τῶν παιδιῶν ἔναντί του Πατέρα τους. Οἱ λέξεις μου δὲν εἶναι
τίποτα, ἂν δὲν εἶναι ἀπήχηση καὶ ἐπανάληψη αὐτοῦ ποὺ ὁ Θεὸς μὲ τὴ δική του
δυνατὴ γλώσσα λέει.
Τί εἶναι ὁ ψίθυρος στὰ
βότσαλα τῆς ἀκτῆς μπροστὰ στὸ φοβερὸ βουητὸ τοῦ ὠκεανοῦ; Ἔτσι εἶναι καὶ οἱ
λέξεις μου ἀπέναντι στοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ. Πῶς μπορεῖ νὰ ἀκούσει κάποιος τὸν
ψίθυρο στὰ βότσαλα, τὰ σκεπασμένα ἀπὸ τὸν ἀφρὸ τοῦ μανιώδους στοιχείου, ὅταν εἶναι
κουφὸς μπροστὰ στὸ βουητὸ τοῦ ὠκεανοῦ;
Πῶς θὰ δεῖ τὸν Θεὸ στὰ λόγια
μου ἐκείνος που δὲν μπορεῖ νὰ τὸν δεῖ στὴ φύση καὶ στὴ ζωή;
Πῶς οἱ ἀδύναμες ἀνθρώπινες
λέξεις μποροῦν νὰ πείσουν ἐκεῖνον ποῦ οὔτε οἱ κεραυνοὶ δὲν εἶναι σὲ θέσει νὰ
πείσουν;
Πῶς θὰ ζεσταθεῖ μὲ μία σπίθα ἐκεῖνος
ποῦ ἄφησε τὴ φωτιὰ πίσω του;
Δὲν σιωπᾶ ὁ Θεὸς ἀδελφοί μου,
ἀλλὰ μιλᾶ δυνατότερα ἀπὸ ὅλες τὶς θύελλες καὶ τοὺς κεραυνούς. Δὲν ἐγκαταλείπει ὁ
Θεὸς τὸν δίκαιο, ἀλλὰ τὸν παρακολουθεῖ στὰ παθήματά του καὶ ἁπαλὰ τὸν ὁδηγεῖ στὸν
θρόνο. Δὲν ἐξαρτᾶται ὁ Θεὸς ἀπὸ ὁποιουδήποτε τὴν καλὴ θέληση, ἀλλὰ πράττει τὰ
πάντα ἐξαρτώμενα ἀπὸ τὴ δική Του καλὴ θέληση. Θὰ ἦταν κακόμοιρος ὁ Θεός μας, ἐὰν
ἑξαρτιόταν ἀπὸ τὶς δικανικὲς ὑπερασπίσεις ἑνὸς θνητοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Θεὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι,
εἴτε ἐμεῖς τὸν μεγαλύνουμε εἴτε τὸν ὑποτιμοῦμε.
Ὁ Θεὸς θὰ ὑπάρχει , φωτεινὸς
καὶ μεγάλος ὅπως καὶ σήμερα, καὶ τότε ποὺ οἱ ἀκτίνες τοῦ ἡλίου μάταια θὰ ἀναζητοῦν
ἕνα ἀνθρώπινο πλάσμα στὴ γῆ, καὶ ἀντὶ ζωντανῶν θὰ ζεσταίνουν μόνον τοὺς τάφους
τῶν νεκρῶν…
Τὸ ζήτημα τῆς ὑπάρξεως τοῦ
Θεοῦ καὶ τῆς Θείας του Οἰκονομίας θὰ καταστρεφόταν ἂν ἑξαρτιόταν ἀπὸ τοὺς
λόγους μου καὶ ἀπὸ τὶς δικές σας συνήθειες. Ἀλλὰ τὸ ζήτημα τοῦ Θεοῦ, ἀνεξάρτητα
ἀπ’ ὅλους ἐμᾶς θὰ πετύχει καὶ θὰ νικήσει. Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τὰ χρόνια δὲν ἔχουν
ἀριθμὸ καὶ ἡ ὀντότητά του δὲν ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος δὲν μπορεὶ νὰ ἀφήσει τὸ
«ἐπίγειο σπίτι» του στὶς διαθέσεις μας, στὰ ἀδύναμα δημιουργήματά του, τῶν ὁποίων
ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος σχεδὸν συναντιόνται σὲ ἕνα σημεῖο καὶ τῶν ὁποίων ἡ ὀντότητα
εἶναι μία κουκκίδα.
Δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος
φερέγγυος ἀλλὰ ὁ Θεὸς καὶ πιστὸς ἐγγυητὴς τῆς Βασιλείας τῆς ἀγάπης στὴ γῆ…
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ἀργὰ βαδίζει ὁ
Χριστός,
Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
(ἔκδ.Ἐν
πλῶ)