
Πέρασαν τρεις μήνες, ώσπου να μπορέσει η
αδελφή του θανόντος -λόγω του πένθους- να τον ρωτήσει πως ακριβώς είδε την
οπτασία. Της λέγει, λοιπόν, ότι «την ώρα που λειτουργούσα, είδα απέναντι,
όπισθέν της αγ. Τραπέζης, τον αγ. Ιωάννη και τον αγ. Παντελεήμονα και μου
είπανε: “Διαβιβάσαμε την αίτησή σου στον Δεσπότη Χριστό, ο Οποίος μας είπε ότι
θα πεθάνει”. Ανωτέρα διαταγή, μου είπανε».
Με την μεγάλη απλότητα που τον διέκρινε,
διηγόταν: “Μια βραδυά χειμωνιάτικη, που καθόμασταν στο τζάκι είπα στον πατέρα
μου: “Πατέρα, αυτή την στιγμή εβυθίσθη το καΐκι μας το “Ευαγγελίστρια” έξω από
την Πόλη”. Έντρομος ο πατέρας μας, λέγει στην μητέρα μου: “Γυναίκα, τι λέγει το
παιδί”; Και όντως, αυτή τη στιγμή επνίγη το καΐκι μας…”. Και για να αποφύγη τον
θαυμασμό των άλλων, αλλά και τον πειρασμό της υπερηφανείας έλεγε, ότι “όλα τα
παιδιά είναι προορατικά”.