Οἱ χριστιανοὶ σήμερα αἰσθανόμαστε συχνὰ ἀπομονωμένοι ἀπὸ τὴν
κοινωνία καὶ τὸν κόσμο. Πιστεύουμε ὅτι τὸ νὰ εἶναι κάποιος χριστιανὸς ἀποτελεῖ ἰδιότητα
ποὺ γίνεται ἀφορμὴ ἀπόρριψης, περιφρόνησης ἢ ἀδιαφορίας.
Ὁ Χριστιανισμὸς σήμερα θεωρεῖται ἕνα ἰδεολογικὸ σύστημα, μία
θρησκεία, χρήσιμη γιὰ τὴν κοινωνία καὶ γιὰ κάποιους, ὄχι ὅμως συστατικὸ στοιχεῖο
τῆς ἀνθρώπινης ταυτότητας. Οἱ πολλοὶ δὲν πιστεύουν στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ
ὁποία ἀποτελεῖ τὸ κλειδὶ τῆς πίστης, η, ἀκόμη κι ἂν πιστεύουν, αὐτὸ ἔχει
θεωρητικὴ ἰσχύ. Δὲν μεταμορφώνει τὴν ζωή, ἁπλῶς τῆς δίνει παρελθὸν σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ
στὸ ἰδεολογικό της μέρος, καὶ ἴσως μέλλον, καθὼς οἱ ἄνθρωποι θέλουμε νὰ
πιστεύουμε ὅτι μετὰ τὸν θάνατό μας ὑπάρχει ἕνα εἶδος ζωῆς καὶ γιατί ὄχι ἐπανόδου
μᾶς κάποια στιγμή, ὅταν θὰ σταματήσει τὸ κακὸ καὶ ὁ θάνατος, σ’ αὐτὴ τὴν
πραγματικότητα.
Εἶναι οἱ παρατηρητὲς τῆς ζωῆς ποὺ ὁ Χριστὸς ἔφερε.
Εἶναι ὅσοι διακατέχονται ἀπὸ ἕνα πνεῦμα συμβιβασμού με
τὸν κόσμο καὶ τὴν πραγματικότητά του καὶ δὲν θέλουν νὰ τολμήσουν νὰ κάνουν τὸ
μεγάλο βῆμα νὰ γευθοῦν μίαν ἄλλη ζωή.
Εἶναι ὅσοι εἶναι δειλοὶ ἐσωτερικά, γιατί δὲν θέλουν νὰ ἔρθουν
σὲ ρήξη μὲ τὶς κατεστημένες νοοτροπίες, οἱ ὁποῖες θέλουν τὴν πίστη ὡς μία
θρησκευτικὴ ἰδεολογία, ἀκίνδυνη γιὰ τὴν μεταποίηση τῆς ζωῆς σὲ θαῦμα ἀγάπης, αἰωνιότητας
καὶ φωτός.
Εἶναι ὄσοι λειτουργουν μὲ γνώμονα τὸν ὀρθολογισμό, ποὺ
θέλουν ἀποδείξεις γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἀπιστία ἢ τὴν πίστη, χωρὶς ὅμως καὶ
νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ ἀποδεχτοῦν τὴν ἀλλαγή.
Εἶναι ὅσοι μεταθέτουν γιὰ τὸ μέλλον τὸν
προβληματισμό, διότι προέχουν οἱ βιοτικὲς μέριμνες, οἱ κοσμικοὶ
στόχοι, ἡ χαρὰ τῆς ἐπίγειας ζωῆς.
Είναι, τέλος, οἱ ἀρνητὲς τῆς Ἀνάστασης, οἱ ὁποῖοι
δὲν ἐννοοῦν νὰ ἀποδεχτοῦν ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει καὶ ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο τόσο, ὥστε ἔγινε
ὑπήκοος μέχρι θανάτου, γιὰ νὰ νικήσει τὸν θάνατο.
«Ὁ λαὸς ἐμεγάλυνεν αὐτούς». Αν δὲν ἀνήκουμε σὲ κάποια ἀπὸ
τὶς προηγούμενες κατηγορίες, ὁ λόγος αὐτὸς ἀποτελεῖ γιὰ μᾶς μία μεγάλη
πρόκληση. Ὁ λαὸς εἶχε τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς χριστιανοὺς σὲ μεγάλη ὑπόληψη. Ἀκόμη
κι ἂν δὲν ἀποδέχονταν ἀνεπιφύλακτα τὴν πίστη τους, ἔβλεπε τὴν ζωή τους, ἡ ὁποία
ἦταν σύμφωνη μὲ τὸν τρόπο ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός. Ἔβλεπε τὴν ἀγάπη τὴν ὁποία εἶχαν.
Ἔβλεπε τὴν ταπείνωση. Τὴν συμμετοχὴ στὴν λατρεία. Τὴν προσφορὰ στὸ συνάνθρωπο.
Τὴ ἀλήθεια ποὺ ἐξέπεμπε ἡ ζωή τους. Τὴν ἀποφασιστικότητα τῆς πίστης τους. Τὴν
προσευχή τους. Τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Τὸν δυναμισμὸ ποὺ ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου
ἔφερε καὶ τὴν συνεχῆ ἐνασχόληση μ’ αὐτό. Τὴν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ
μέσα στὶς καρδιές τους, ποὺ μεταμόρφωνε τὴν ζωή τους. Τὰ θαύματα. Τὸ ὅτι
δοξάζονταν ὁ Θεός. Τὸ ὅτι δὲν περιοριζόταν ἡ πίστη τους σὲ ἕνα θρησκευτικὸ
τυπικό. Με ἕναν λόγο, τὴν γνησιότητα καὶ τὴν αὐθεντικότητά τους. Ἦταν
ὅ,τι πίστευαν! Γι’ αὐτό, ἀκόμη καὶ οἱ λιγότερο κατηρτισμένοι, οἱ πιὸ ἁπλοί,
ἐκτιμοῦσαν τοὺς χριστιανούς.
Σε
μία ἐποχὴ ἀμφισβήτησης, ἀδιαφορίας, ἀπόρριψης, περιορισμοῦ τοῦ χριστιανισμοῦ σὲ
μία θρησκευτικὴ τελετουργία ἢ ἐγκλωβισμοῦ του σὲ ἕναν κοινωνικὸ προνοιακὸ
μηχανισμὸ ὑπὲρ τῶν ἀδυνάτων, ἡ πίστη μᾶς ἀποτελεῖ τὴν δύναμη ποὺ μᾶς παρηγορεῖ
γιὰ τὸ ὅτι λειτουργοῦμε ὡς ἕνα «λείμμα» ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀγαπᾶ τὸν Ἀναστημένο
Χριστό. Γιὰ τὸ ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ὢ τῆς ζωῆς μας, ἀκόμη κι ἂν οἱ ἁμαρτίες
μᾶς ταλαιπωροῦν καὶ θὰ μᾶς ταλαιπωροῦν. Καὶ ἡ πίστη σ’ Αὐτὸν κάνει τὴν ζωὴ μᾶς
κρυστάλλινη. Είμαστε ὅ,τι πιστεύουμε. Αυτόν τὸν δρόμο ἂν προσπαθοῦμε
να ζοῦμε, τότε ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας θὰ ἔχει νόημα ὄχι μόνο γιὰ ἐμᾶς, ἀλλὰ
καὶ γιὰ ὅσους ἀμφισβητοῦν ἢ δὲν τολμοῦν νὰ κάνουν τὸ μεγάλο βῆμα, νὰ ἀποδεχθοῦν
τὴν Ἀνάσταση ὡς τὴν μοναδικὴ πρόταση ζωῆς ποὺ λυτρώνει καὶ νοηματοδοτεῖ χθὲς καὶ
σήμερον καὶ εἰς τοὺς αἰώνας κάθε ἀνθρώπινη ζωή.