Και πάλι είπαν για τόν αββά Αγάθωνα, ότι έλεγε πώς «ήθελα να βρω ένα λεπρό και να λάβω το σώμα του και να του δώσω το δικό
μου».
Είδες τέλεια αγάπη; Και πάλι, άν είχε κάποιο
πράγμα
χρήσιμο, δέν άντεχε να μήν αναπαύσει μ’ αυτό τόν πλησίον
του. Είχε κάποτε μια σμίλη για να κόβει τίς πέτρες. Ήρθε λοιπόν ένας αδελφός κοντά του και, επειδή τήν είδε και τη θέλησε, δέν τόν άφησε να βγει από το κελί του χωρίς αυτή.
Πολλοί ερημίτες παρέδωσαν τα σώματά
τους στα θηρία και στο ξίφος και στη φωτιά, για να ωφελήσουν τόν πλησίον.
Κανείς δέν μπορεί να φτάσει
σ’ αυτά τα μέτρα τής αγάπης, άν δέν ζήσει
κρυφά, μέσα του, τήν ελπίδα του Θεού. Και δέν μπορούν να αγαπήσουν αληθινά τούς ανθρώπους όσοι δίνουν τήν καρδιά τους
σ’ αυτό τόν εφήμερο κόσμο.
Όταν ένας άνθρωπος αποκτήσει τήν αληθινή αγάπη, τόν ίδιο τόν Θεό ντύνεται, μαζί με αυτήν. Είναι ανάγκη λοιπόν αυτός που απέκτησε τόν Θεό να πεισθεί ότι δέν μπορεί ν’αποκτήσει μαζί με τόν Θεό,
τίποτε που να μήν είναι αναγκαίο, αλλά να αποδυθεί και το ίδιο το σώμα του,
δηλ. και αυτές τίς μη αναγκαίες σωματικές αναπαύσεις.
Ένας άνθρωπος, που είναι ντυμένος, στο σώμα και στήν ψυχή, με τήν κοσμική ματαιοδοξία και που ποθεί να απολαύσει τα αγαθά του κόσμου, δέν μπορεί να ενδυθεί τόν Θεό –να γίνει
θεοφόρος– μέχρι να τα αφήσει.
Γιατί ο ίδιος ο Κύριος είπε ότι «όποιος δέν εγκαταλείψει όλα τα κοσμικά και δέν μισήσει τήν κοσμική ζωή
του, δέν μπορεί να γίνει μαθητής μου» (Λουκ. 14,
26). Όχι μόνο να τα αφήσει, αλλά και να τα μισήσει. Άν λοιπόν δέν μπορεί να γίνει
μαθητής του, πώς ο Κύριος θα κατοικήσει μέσα του;
Δέν θα αμελήσω να αναφέρω τι έκαμε ο άγιος Μακάριος ο Μεγάλος, για να ελέγξει εκείνους που καταφρονούν τούς αδελφούς τους. Βγήκε λοιπόν κάποτε να επισκεφθεί έναν άρρωστο αδελφό και ρώτησε τόν άρρωστο άν ήθελε τίποτε. Εκείνος αποκρίθηκε πώς θα ‘θελε
λίγο φρέσκο
ψωμί. Και επειδή όλοι οι μοναχοί εκείνο τόν καιρό όλη τη χρονιά συνήθιζαν και έφτιαχναν το ψωμί παξιμάδια,
σηκώθηκε αμέσως εκείνος ο αξιομακάριστος άνθρωπος και,
μ’ όλα τα ενενήντα του χρόνια,
βάδισε από τη σκήτη του στήν Αλεξάνδρεια και αντάλλαξε τα ξερά ψωμιά,
που πήρε από το κελί
του με φρέσκα και τα πήγε στόν αδελφό.
Αλλά και ο αββάς Αγάθων, που ήταν σάν αυτόν το Μεγάλο
Μακάριο
που ανέφερα, έκαμε κάτι ακόμη πιο σπουδαίο. Αυτός ο αββάς ήταν ο πιο έμπειρος στα πνευματικά από όλους τους
μοναχούς
του καιρού του και τιμούσε τη σιωπή και τήν ησυχία περισσότερο απ’ όλους. Αυτός λοιπόν ο θαυμαστός άνθρωπος, όταν είχε πανηγύρι στήν πόλη, πήγε να πουλήσει το εργόχειρό του στήν αγορά. Εκεί βρήκε έναν ξένο άρρωστο και παραπεταμένο σε μίαν άκρη. Τι έκανε τότε;
Νοίκιασε ένα σπιτάκι και έμενε κοντά του ασκώντας χειρωνακτική εργασία. Ο,τι έβγαζε το ξόδευε για τόν άρρωστο και τόν υπηρετούσε συνέχεια έξι μήνες,
μέχρι που ο άρρωστος έγινε καλά.
Ο λόγος του Κυρίου ο αληθινός και αψευδής μάς λέει ότι δέν μπορεί ένας άνθρωπος να έχει μέσα
του τόν πόθο τών κοσμικών πραγμάτων και μαζί, τήν αγάπη τόν Θεού (Ματθ.
6, 24).
Αυτός ο άνθρωπος να λογίζεσαι ότι είναι του Θεού,
που από τήν πολλή
του ευσπλαχνία νεκρώθηκε ως πρός τίς υλικές του ανάγκες.
Διότι ο ελεών τόν φτωχό έχει τόν Θεό να φροντίζει για τίς δικές
του ανάγκες. Και αυτός που στερείται για τόν Θεό, βρήκε θησαυρούς ακένωτους.
Ο Θεός δέν χρειάζεται
τίποτε. Ευφραίνεται όμως όταν δει κάποιον να αναπαύει τήν εικόνα του και να τήν τιμά για τήν αγάπη του. Όταν έλθει κάποιος και σου ζητήσει αυτό που έχεις, μήν πείς μέσα στήν καρδιά
σου ότι θα το κρατήσω αυτό για μένα, για να με αναπαύει και ότι ο Θεός θα ικανοποιήσει τήν ανάγκη του αδελφού με άλλο τρόπο.
Γιατί αυτά τα λόγια τα λένε οι άδικοι,
που δέν γνωρίζουν τόν Θεό. Ο δίκαιος και ενάρετος άνθρωπος τήν τιμή που του έκανε ο ενδεής αδελφός του δέν τήν μεταβιβάζει σε άλλον, ούτε τήν ευκαιρία τής ελεημοσύνης θα επιτρέψει στόν εαυτό του να τη χάσει. Ο φτωχός και ενδεής άνθρωπος λαμβάνει τα αναγκαία από τόν Θεό,
διότι κανέναν δέν εγκαταλείπει ο Κύριος. Συ όμως,
που
θέλησες να αναπαύσεις τόν εαυτό σου μάλλον παρά το φτωχό αδελφό σου, αποποιήθηκες τήν τιμή που σου έκανε ο Θεός και απομάκρυνες τη χάρη
του από σένα. Όταν λοιπόν δώσεις ελεημοσύνη, να ευφραίνεσαι και να πεις:
Δόξα σοι ο Θεός,
που με αξίωσες να βρω κάποιον να αναπαύσω. Όταν όμως δέν έχεις τι να δώσεις, μάλλον να χαρείς και να πείς ευχαριστώντας τόν Θεό: Σε ευχαριστώ,
Θεέ μου,
που μου ‘δωσες αυτή τη χάρη και τήν τιμή να γίνω φτωχός για το όνομά σου και που με αξίωσες να γευθώ τη θλίψη τής σωματικής αδυναμίας και τής φτώχειας,
που όρισες στο στενό δρόμο τών εντολών σου, όπως τη γεύθηκαν οι άγιοί σου,
που περπάτησαν αυτό το δρόμο. (23-4).