Ένα από τα μεγάλα ερωτήματα που απασχόλησαν και απασχολούν
την ανθρωπότητα είναι αυτό που έχει να κάνει με το ποιός αληθινά είναι ο
Χριστός.
Το ερώτημα αυτό το έθεσε πρώτος ο ίδιος ο Κύριος στους
μαθητές Του: «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου;» και
«Υμείς δε τίνα με λέγεται είναι;» (Ματθ. 16, 14-15). Το έθεσαν όμως και
στους Φαρισαίους, λίγο πριν το τέλος της επίγειας δράσης Του: «Τι υμίν δοκεί
περί του Χριστού; Τίνος υιός εστι;» (Ματθ. 22, 42).
Και θέτει αυτό το ερώτημα ο Χριστός γιατί θέλει να τους
δείξει ότι στο πρόσωπό Του εκπληρώνονται οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης,
όχι όμως με τον τρόπο που οι Φαρισαίοι τις ερμήνευαν, δηλαδή ανθρωποκεντρικά,
αλλά με τον τρόπο του Θεού. Οι Φαρισαίοι περίμεναν τον Μεσσία ως
εκείνον που θα οδηγούσε τον λαό του στην δόξα.
Που θα αναδείκνυε την περιουσιότητά του. Που θα έδινε την
πνευματική και την κοσμική εξουσία σε όσους τον αποδέχονταν. Ο Χριστός όμως
μιλά για την Θεανθρώπινη φύση του Μεσσία. Ότι δεν ήταν μόνο ένας τέλειος
άνθρωπος, μία ξεχωριστή προσωπικότητα, αλλά ότι ήταν ο Ίδιος ο Θεός που
θα προσλάμβανε την ανθρώπινη φύση και, επομένως, ο,τι θα πρόσφερε, δεν
επρόκειτο να περιοριστεί στον ιουδαϊκό λαό. Θα ήταν δωρεά και ευλογία για όλους
τους ανθρώπους και όλους τους λαούς, με υπέρβαση του χρόνου και των δεδομένων
μέσα από τα οποία οι άνθρωποι βλέπουν τη ζωή.
Το
ερώτημα επανέρχεται στην εποχή μας. Οι άνθρωποι βεβαίως, στην πλειονοψηφία
τους, δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με το πρόσωπο του Χριστού. Τον θεωρούν μία
ξεχωριστή προσωπικότητα, που δίδαξε την αγάπη και προσέφερε κοινωνικά στον
κόσμο, ίδρυσε μία θρησκεία, από την οποία ο άνθρωπος λαμβάνει παρηγοριά στις
δύσκολες στιγμές της ζωής του, χαίρεται έθιμα και παραδόσεις, στρέφεται και
λίγο εντός του μέσα στην τύρβη της ζωής, λαμβάνει οικονομική και κοινωνική
βοήθεια και συμπαράσταση. Οι άνθρωποι βλέπουν τους συνεχιστές του Χριστού που
είναι η Εκκλησία, οι επίσκοποι, οι ιερείς και οι μοναχοί. Έχουν λαμβάνειν στην
καλύτερη περίπτωση. Αλλιώς θεωρούν ότι ο Χριστός και η Εκκλησία είναι κατάλοιπα
ενός παρελθόντος, η στάση έναντί των οποίων αφορά στην ιδιωτική ζωή
του καθενός και δεν πρέπει η συντεταγμένη μορφή κοινωνικής ζωής, που είναι το
κράτος και η πολιτεία, να ασχολείται με τέτοιες πεποιθήσεις.
Όμως ο Χριστός είναι παρών και θα είναι «νυν και αεί» στη
ζωή του κόσμου. Και θα συνεχίσει να θέτει το ερώτημα «τι ημίν δοκεί περί
Αυτού». Και θα μας υπενθυμίζει, μεταξύ των άλλων, τρία σημεία της δικής Του
αυτοσυνειδησίας, της δικής Του ταυτότητας, τα οποία θα μας καλεί να οικειωθούμε,
για να γίνουν σημεία και της δικής μας ταυτότητας ως χριστιανών. Σημεία τα
οποία τον καθιστούν, κατά τον λόγο του Συμεών του Θεοδόχου στην
Υπαπαντή, «σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34). Το ίδιο και
όσους Τον ακολουθούν. (ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ)