....Μετὰ τὴν
Ἀνάσταση, τὴν τελευταία φορὰ ποὺ φανερώθηκε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές του, τοὺς εἶπε:
"Πηγαίνετε καὶ μαθητέψετε ὅλα τὰ ἔθνη, βαφτίζοντάς τα στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς
καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ διδάσκοντάς τα νὰ κρατᾶνε ὅλα ὅσα σᾶς
παράγγειλα. K' ἐγὼ θᾶμαι πάντα μαζί σας ὅλες τὶς ἡμέρες, μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ
κόσμου".
Ἀφοῦ λοιπὸν πήρανε τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς,
τραβήξανε ὁ καθένας κατὰ τὴ φώτιση ποὺ πῆρε, στόνα καὶ στ' ἄλλο μέρος. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας
τράβηξε, κατὰ τὴν παράδοση, καὶ πῆγε κατὰ πρῶτο στὰ μέρη τῆς Μαύρης Θάλασσας.
Κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Τραπεζούντα καὶ στὴν Ἀμισό, ἔχοντας μαζί του κάποιους ἀπὸ
τοὺς Ἑβδομήντα ἀποστόλους, καὶ γύρισε στὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ χιλιάδες Ἕλληνες
καὶ Ἰουδαίους. Ἀπὸ κεῖ τράβηξε στὴν Κολχίδα, δηλαδὴ στὸ σημερινὸ Λαζιστάν, ποὺ
κατοικούσανε οἱ ἄγριοι κουρσάροι οἱ λεγόμενοι Κερκέτες.
Κατόπι γύρισε πίσω στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ δεῖ τὸν ἀδελφό του τὸν Πέτρο καὶ τοὺς
ἄλλους ἀποστόλους, καὶ πάλι ξανάφυγε μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ πήγανε
στὴν Ἔφεσο. Στὴν Ἔφεσο εἶδε στόνειρό του τὸν Χριστό, ποὺ τὸν πρόσταξε νὰ πάγει
στοὺς Σκύθες νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο. Πηγαίνοντας στὴ Σκυθία, πέρασε ἀπὸ τὴ
Βιθυνία καὶ κήρυξε στὴ Νικομήδεια, στὴ Χαλκηδόνα καὶ στὴν Ποντοηράκλεια. Ἀπὸ κεῖ
πῆγε στὴν Παφλαγονία καὶ κήρυξε στὴν Ἄμαστρη καὶ στὴ Σινώπη, κ' ἐκεῖ βάφτισε τοὺς
πιὸ πολλοὺς χριστιανοὺς καὶ κατόπι πῆγε πάλι στὴν Ἀμισὸ καὶ στὴν Τραπεζούντα. Ἀπὸ
κεῖ πῆγε στὰ Σαμόσατα ποὺ βρισκότανε ἀπάνω στὸν ποταμὸ Εὐφράτη καὶ δίδαξε τοὺς Ἕλληνες,
ποὺ κατοικούσανε πολλοὶ σ' αὐτὸ τὸ μέρος.
Ἀπὸ τὰ Σαμόσατα ξαναγύρισε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τότες εἶδε τὸν Παῦλο. Μετὰ τὸ
Πάσχα, ἔφυγε πάλι καὶ πέρασε τὴν Καππαδοκία καὶ τὴ Λαζικὴ κ' ἔφταξε στὸ Κίεβο τῆς
Σκυθίας, ποὺ ἤτανε τὸ Πάνθεο τῆς σλαυωνικῆς πολυθεΐας, κι' ἀπάνω σ' ἕνα
χαμοβούνι ἔστησε ἕναν πέτρινο σταυρό. Κατόπι πέρασε τὸν Καύκασο καὶ τὴν Κασπία
Θάλασσα, καὶ κήρυξε στὴ Χορασμία, στὸ σημερινὸ Χορωσάν. Ὕστερα ἔστρεψε πίσω κατὰ
τὸ βασίλεμα καὶ πῆγε στὴν Κριμαία, κι' ἀφοῦ δίδαξε καὶ βάφτισε πολλούς, πέρασε
στὴ Σινώπη, κι' ἀπὸ κεῖ πῆγε στὸ Βυζάντιο, ποὺ ἤτανε τότες ἕνα χωριό, πρὶν
χτιστεῖ ἡ Κωνσταντινούπολη, κι' ἀφοῦ χειροτόνησε ἐπίσκοπο τὸν Στάχυν, ἕναν ἀπὸ
τοὺς Ἑβδομήντα ἀποστόλους, πῆγε στὴ Θρᾴκη καὶ στὴ σημερινὴ Βουλγαρία καὶ
Σερβία.
Ἔπειτα κατέβηκε στὴ Μακεδονία, στὴ Θεσσαλία καὶ στὴ Ρούμελη, κι' ἀπὸ κεῖ πέρασε
στὸν Μοριὰ καὶ πῆγε στὴν Ἀχαΐα ποὺ εἶχε πρωτεύουσα τὴν Πάτρα, μεγάλη πολιτεία
τιμημένη ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους ποὺ ἀφεντεύανε τὸν καιρὸ ἐκεῖνον ἀπάνω σ' ὅλον τὸν
κόσμο, κ' ἤτανε στολισμένη μὲ ἐπίσημα χτίρια καὶ μὲ ἀγάλματα. Ἀνθύπατος τῆς Ἀχαΐας
ἤτανε τότες ἕνας ποὺ τὸν λέγανε Αἰγεάτη. Σὲ λίγο ἀκούσθηκε πὼς ὁ Ἀνδρέας
γιάτρεψε πολλοὺς ἀρρώστους μονάχα μὲ τὸ ἄγγιγμα τῶν χεριῶν του κι' ὁ κόσμος ἔτρεχε
σ' αὐτόν. Ἔτυχε τότε ν' ἀρρωστήσει κι' ἡ γυναῖκα τοῦ Αἰγεάτη, λεγόμενη
Μαξιμίλλα, κι' ὁ ἅγιος Ἀνδρέας τὴν ἔγιανε. Σὲ λίγον καιρὸ ἔφυγε στὴ Ρώμη ὁ Αἰγεάτης
γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ στὸν αὐτοκράτορα Νέρωνα γιὰ κάποιες ὑποθέσεις, κι' ἄφησε στὸ
πόδι του τὸν ἀδελφό του Στρατοκλῆ. Αὐτὸς ὁ Στρατοκλὴς ἤτανε σοφὸς καὶ
φημισμένος μαθηματικὸς στὴν Ἀθῆνα, κ' εἶχε ἕνα δοῦλο ποὺ τὸν λέγανε Ἀλκαμανά,
καὶ τὸν γιάτρεψε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἀπὸ σεληνιασμὸ ποὺ ὑποφέρνε. Ὁ Στρατοκλῆς κ' ἡ
Μαξιμίλλα πιστέψανε στὸν Χριστὸ καὶ βαφτισθήκανε, κι' ἄλλος πολὺς κόσμος μαζί
τους.
Γυρίζοντας στὴν Πάτρα ὁ Αἰγεάτης καὶ μαθαίνοντας αὐτὰ ποὺ γινήκανε, πρόσταξε νὰ
πιάσουνε τὸν Ἀνδρέα καὶ νὰ τὸν βάλουνε στὴ φυλακή, καὶ σὲ λίγες μέρες, ἀφοῦ τὸν
δίκασε, ἔβγαλε ἀπόφαση νὰ σταυρωθεῖ. Πρὶν νὰ τὸν πιάσουνε, χειροτόνησε ἐπίσκοπο
τὸν Στρατοκλῆ. (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)