Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ὅταν περπατοῦσε ὁ Ἰησοῦς κοντὰ εἰς τὴν λίμνην τῆς Γαλιλαίας, εἶδε δύο ἀδελφούς, τὸν Σίμωνα, ὁ ὁποῖος ἐλέγετο Πέτρος, καὶ τὸν Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφόν του, νὰ ρίχνουν δίχτυ εἰς τὴν λίμνην, διότι ἤσαν ψαράδες. Καὶ τοὺς λέγει, «Ἐλᾶτε, ἀκολουθῆστε μέ, καὶ θὰ σᾶς κάνω ψαράδες ἀνθρώπων». Αὐτοὶ ἐγκατέλειψαν ἀμέσως τὰ δίχτυα καὶ τὸν ἀκολούθησαν. Καὶ ὅταν ἐπροχώρησε ἀπ’ ἐκεῖ, εἶδε ἄλλους δύο ἀδελφούς, τὸν Ἰάκωβον, τὸν υἱὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τὸν Ἰωάννην τὸν ἀδελφόν του, μέσα σὲ πλοιάριον μαζὶ μὲ τὸν Ζεβεδαῖον, τὸν πατέρα τους, νὰ ἐπισκευάζουν τὰ δίχτυά τους καὶ τοὺς ἐκάλεσε. Αὐτοὶ ἀμέσως ἄφησαν τὸ πλοιάριον καὶ τὸν πατέρα τους καὶ τὸν ἀκολούθησαν.Ὁ Ἰησοῦς ἐγύριζε ὁλόκληρη τὴν Γαλιλαίαν καὶ ἐδίδασκε εἰς τὰς συναγωγᾶς των καὶ ἐκήρυττε τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ ἐθεράπευε κάθε ἀσθένειαν καὶ κάθε ἀδυναμίαν εἰς τὸν λαόν. Πρόσεξε ὅμως καὶ τὴν πίστη καὶ τὴν ὑπακοὴ τῶν μαθητῶν. Ὅταν ἄκουσαν τὸ κάλεσμά Του, ἦταν στὴ μέση της ἐργασίας καὶ ξέρετε πόσο ἀπαιτητικὸ εἶ...